17
29
30
31
δυνη ομίχλη, τώρα όμως δεν με ξεγελούσε πια: τρία λεπτά έξω
ήταν αρκετά για να γίνεις μούσκεμα έως το κόκαλο. Ακόμα κι
αν είχα μεγαλώσει σ’ έναν τόπο με περισσότερες βροχές απ’
ό,τι η Νότια Καλιφόρνια, δεν υπάρχει περίπτωση να ήμουν
προετοιμασμένη για τον καιρό του Λονδίνου. Από τον Οκτώ-
βριο έως τον Απρίλιο η ατμόσφαιρα έμοιαζε σχεδόν κορεσμένη
από τους υδρατμούς, βαριά και υγρή. Ένιωθα λες κι ένα σύν-
νεφο βροχής είχε τυλιχτεί γύρω απ’ το σώμα μου και με πότιζε
ως τα κόκαλα.
Στο Λονδίνο είχε μπει άνοιξη, αλλά η μικρή αυλή απέναντι,
στην οδό Σάουθμαρκ, ήταν ακόμα καταθλιπτική και έρημη.
Μου είχαν πει ότι το καλοκαίρι γέμιζε με ροζ καρέκλες και
τραπεζάκια από το γειτονικό εστιατόριο. Τώρα όμως το μόνο
που έβλεπες ήταν τσιμέντο, γυμνά κλαδιά και μουσκεμένα κα-
φετιά φύλλα σκόρπια στο χώμα.
Γύρω μου οι άνθρωποι συνέχιζαν να εκφράζουν τη δυ-
σφορία τους για τον καιρό, ενώ άνοιγαν τα λάπτοπ τους κι έ-
πιναν το τσάι τους. Έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο για να
δω κάποιους αργοπορημένους να τρέχουν να προλάβουν. Όλοι
ήθελαν να βρίσκονται στη θέση τους πριν κατέβει ο Άντονι
Σμιθ –το αφεντικό μου και διευθυντής του τμήματος μηχανι-
κών– από τον έκτο όροφο.
Ο Άντονι ήταν… ε, ναι, λοιπόν, ήταν λίγο μαλάκας. Γλυκο-
κοίταζε τις ασκούμενες, λάτρευε ν’ ακούει τον εαυτό του να
μιλάει, και τίποτε από όλα όσα έλεγε δεν ακουγόταν ειλικρινές.
Κάθε Πέμπτη πρωί απολάμβανε να εξευτελίζει τον τελευταίο
που θα έμπαινε στην αίθουσα, σχολιάζοντας με ένα γλυκερό
χαμόγελο το ντύσιμο ή το χτένισμά του, στρέφοντας αναγκα-
στικά όλα τα βλέμματα πάνω στον δύσμοιρο αυτόν άνθρωπο
που, ντροπιασμένος, πήγαινε να καθίσει στην τελευταία άδεια
καρέκλα, ενώ στην αίθουσα επικρατούσε βαριά σιωπή.