7
29
30
31
Ένα
Ρούμπι
«Δεν μπορώ να πω ότι στοιχηματίζω πως έχει τεράστιο πού-
τσο,
δεν
στοιχηματίζω όμως και για το αντίθετο.»
«
Τίνα!
» διαμαρτυρήθηκα κι έκρυψα το πρόσωπό μου στα
χέρια μου, με μια έκφραση φρίκης. Για όνομα του Θεού, ήταν
επτάμισυ το πρωί της Πέμπτης. Δεν μπορεί να ήταν από τώρα
μεθυσμένη.
Χαμογέλασα με απολογητικό ύφος στον άντρα που στεκό-
ταν απέναντί μας και μας κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Α-
ναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να επιταχύνω το ασανσέρ με τις
δυνάμεις του μυαλού μου.
Όταν την αγριοκοίταξα, όρθια αντίκρυ της στο ασανσέρ, η
Τίνα σχημάτισε με τα χείλη της τις λέξεις: «
Τι έκανα;
» Ύστερα
σήκωσε τους δύο δείκτες της σε απόσταση περίπου τριάντα
εκατοστών. «Τον έχει μεγάλο σαν του
αλόγου
!»
Ευτυχώς σταματήσαμε στον τρίτο όροφο, οι πόρτες άνοι-
ξαν, κι έτσι δεν χρειάστηκε να ζητήσω ξανά συγγνώμη.
«Δεν κατάλαβες ότι εκεί μέσα δεν ήμασταν μόνες μας;» εί-
πα ανάμεσα στα δόντια μου και την ακολούθησα στον διάδρο-
μο. Στρίψαμε στη γωνία και σταματήσαμε μπροστά σε μια με-
γάλη πόρτα με χαραγμένα τα ονόματα ΡΙΤΣΑΡΝΤΣΟΝ-ΚΟΡΜΠΕ
στο αμμοβολισμένο γυαλί.