8
29
30
31
Έστρεψε το βλέμμα της πάνω μου ενώ ταυτόχρονα ψα-
χούλευε στην τεράστια τσάντα της, με τα βραχιόλια στο δεξί
της χέρι να κουδουνίζουν σαν μεταλλικά διακοσμητικά που τα
φυσάει ο αέρας. Έψαχνε τα κλειδιά της. Η τσάντα της ήταν πο-
λύ μεγάλη, κατακίτρινη, διακοσμημένη με γυαλιστερά μεταλλι-
κά καρφιά. Κάτω απ’ το σκληρό φως των λαμπτήρων φθορι-
σμού, τα μακριά κόκκινα μαλλιά της έμοιαζαν με καταρράκτη
από φώτα νέον.
Εγώ είχα ανοιχτόχρωμα καστανόξανθα μαλλιά και μια
μπεζ τσάντα περασμένη σταυρωτά στον ώμο. Δίπλα της ένιω-
θα σαν γκοφρέτα βανίλια.
«Δεν ήμασταν;»
«Όχι! Απέναντί σου στεκόταν εκείνος ο τύπος απ’ το λογι-
στήριο. Αργότερα θα πρέπει να περάσω από εκεί και, χάρη
σ’ εσένα, η φάτσα του θα μου υπενθυμίσει ότι είπες τη λέξη
‘‘πούτσος’’.»
«Είπα επίσης ότι ‘‘τον έχει μεγάλο σαν του αλόγου’’.» Για
μια στιγμή φάνηκε να νιώθει ενοχές, όμως αμέσως έστρεψε
ξανά την προσοχή της στην τσάντα της. «Πάντως, οι τύποι στο
λογιστήριο πρέπει να χαλαρώσουν λιγάκι.» Ύστερα, δείχνο-
ντας με μια θεατρινίστικη χειρονομία το σκοτεινό ακόμα γρα-
φείο μπροστά μας, με κοίταξε και είπε: «Να υποθέσω ότι τώρα
είμαστε αρκετά μόνες μας, για τα δικά σου μέτρα;»
Της έκανα νόημα να περάσει, με ύφος παιχνιδιάρικο: «Πα-
ρακαλώ. Μετά από εσάς.»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι σμίγοντας τα φρύδια. Ήταν α-
πορροφημένη στις σκέψεις της. «Θέλω να πω ότι, λογικά, θα
πρέπει
να τον έχει τεράστιο.»
«
Λογικά
», επανέλαβα προσπαθώντας να πνίξω το χαμόγε-
λό μου. Η καρδιά μου άρχισε να κάνει τούμπες, όπως κάθε φο-