22
29
30
31
στο τραπέζι, παίζοντας με μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου καθώς
εξέταζα το ημερολόγιό μου.
Όμως κάτι παράξενο συνέβαινε. Επί μία ώρα κάθε εβδο-
μάδα καθόμουν σ’ αυτή την καρέκλα και ήμουν σχεδόν βέβαιη
ότι ποτέ δεν είχα νιώσει όπως ένιωθα τώρα. Ήταν κάτι σαν
πίεση στη μία πλευρά του προσώπου μου: η δύναμη που μου
ασκούσε το
βάρος
της προσοχής κάποιου.
Τύλιξα στο δάχτυλό μου την τούφα μου και κοίταξα την
Τίνα. Τίποτα.
Έσκυψα μπροστά με κάποια διακριτικότητα, έτσι τουλά-
χιστον νόμιζα, και τέντωσα ακόμα περισσότερο τον λαιμό μου,
κοιτάζοντας προς τα δεξιά μου. Αμέσως πάγωσα.
Εκείνος
συνέχιζε να με κοιτάζει. Ο Νάιαλ Στέλαρ με κοίτα-
ζε. Με κοίταζε
κανονικά
. Τα ανοιχτοκάστανα μάτια του συνά-
ντησαν τα δικά μου και, χωρίς να μπορώ να πω ότι καρφώθη-
καν πάνω τους, με περιεργάστηκαν. Το πρόσωπό του είχε μια
έκφραση περιέργειας, σαν να ήμουν ένα καινούριο έπιπλο που
κάποιος είχε τυχαία τοποθετήσει μέσα στην αίθουσα.
Η καρδιά μου απογειώθηκε, ο σφυγμός μου σφυροκοπού-
σε στις φλέβες μου. Μέσα στο στήθος μου ένιωθα τα πάντα
ρευστά και ανεξέλεγκτα
−
αν κάποιος φώναζε εκείνη την ώρα
Φωτιά!
θα με είχαν ζώσει οι φλόγες, μιας και δεν μπορούσα να
ελέγξω τίποτε απʼ όσα συνέβαιναν στο σώμα μου.
«Νάιαλ», είπε ο Άντονι.
Ο Νάιαλ Στέλαρ ανοιγόκλεισε τα μάτια κι ύστερα πήρε το
βλέμμα του από πάνω μου. «Ναι;»
«Θα μπορούσες να μας ενημερώσεις για την πορεία του
σχεδιασμού της πρότασης για την Ντάιαμοντ Σκουέαρ; Θέλω
να αναθέσω στους δικούς μου να σου δώσουν τις προδιαγρα-
φές μέχρι το τέλος της εβδομάδας, όμως δεν γνωρίζουμε τις
διαστάσεις των κοινόχρηστων χώρων...»