20
29
30
31
σή του. Εισπνοή, εκπνοή. Άλλη μια φορά. Πληκτρολόγησα τον
κωδικό πρόσβασής μου. Προσπαθούσα να επιβραδύνω τους
χτύπους της καρδιάς μου.
«Κάρεν», απάντησε επιτέλους εκείνος με την τέλεια, ήρε-
μη, βαθιά φωνή του και, ασυναίσθητα, ένα χαμόγελο απλώθη-
κε στο πρόσωπό μου. Δεν ήταν ένα απλό
χαμόγελο
. Ήταν λες
και κάποιος μου είχε προσφέρει ένα πελώριο κομμάτι τούρτα.
Χριστέ μου, την έχω πατήσει άσχημα
.
Δάγκωσα από μέσα το μάγουλό μου και προσπάθησα να
διορθώσω την έκφραση του προσώπου μου. Κρίνοντας από
τον τρόπο με τον οποίο ο αγκώνας της Τίνας ακούμπησε στα
πλευρά μου, μάλλον η προσπάθειά μου ήταν αποτυχημένη.
Η Τίνα έγειρε προς το μέρος μου. «Ηρέμησε, κορίτσι μου»,
ψιθύρισε. «Δύο συλλαβές ήταν μόνο.»
Η πόρτα άνοιξε και η Σάσα, μια άλλη ασκούμενη, γλίστρη-
σε στην αίθουσα με μια απολογητική γκριμάτσα ζωγραφισμέ-
νη στο πρόσωπό της. «Με συγχωρείτε που άργησα», ψιθύρισε.
Έριξα μια ματιά στο ρολόι του λάπτοπ μου και διαπίστωσα ότι
στην πραγματικότητα ήταν ακριβώς στην ώρα της, ωστόσο ο
Άντονι δεν επρόκειτο να το αφήσει να περάσει έτσι.
«Εντάξει, Σάσα», είπε, παρακολουθώντας την να στριμώ-
χνεται αδέξια ανάμεσα στη μακριά σειρά των καθισμάτων και
στον τοίχο, ενώ προσπαθούσε να φτάσει σε μια άδεια θέση
στην απέναντι γωνία. Στην αίθουσα επικρατούσε μια εκκωφα-
ντική σιωπή. «Ωραίο πουλόβερ. Ή μήπως είναι πιτζάμα; Και-
νούριο είναι; Το μπλε σού πάει πολύ.» Η Σάσα κάθισε. Τα μά-
γουλά της ήταν κατακόκκινα. «Και επίσης λέμε
καλημέρα
», εί-
πε ο Άντονι με ένα πλατύ χαμόγελο.
Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα βαθιά ανάσα. Ήταν
πολύ
μαλάκας.