13
σει μια ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και στα προσωπικά
του. Παρότι Νεοϋορκέζος, είναι
καλό παιδί
. Θέλω ν’ αρχίσεις α-
πλώς… να βγαίνεις λίγο έξω, εντάξει; Ο Γουίλ θα σε φροντίσει.»
Με το που άκουσα την τελευταία του φράση, προσπάθησα
να καταπνίξω το ρίγος που ένιωσα ν’ απλώνεται μεμιάς στο
κορμί μου. Δεν ήμουν σίγουρη μέσα μου
με ποιον τρόπο
θα
προτιμούσα να με φροντίσει ο Γουίλ: ήθελα να είναι απλώς ο
φίλος του αδερφού μου που θα με βοηθούσε να μάθω να ζω τη
ζωή μου πιο αρμονικά; Ή μήπως ήθελα να δω με τα μάτια μιας
ενήλικης γυναίκας το αντικείμενο των πιο βρόμικων φαντα-
σιώσεών μου;
«Χάνα», επέμεινε ο μπαμπάς. «Άκουσες τι σου είπε ο α-
δερφός σου;»
Ένας σερβιτόρος πέρασε από δίπλα μας με έναν δίσκο γε-
μάτο ποτήρια σαμπάνιας. Άφησα το άδειο ποτήρι μου και πή-
ρα ένα καινούριο, γεμάτο. «Τον άκουσα. Ναι, εντάξει… Θα τη-
λεφωνήσω στον Γουίλ.»