22
λαρίκι Γουίλ, είχα μάθει
πολλά
σχετικά με το τι ακριβώς συμ-
βαίνει όταν μια κοπελίτσα στην εφηβεία τρώει κόλλημα με το
«κακό παιδί» της ιστορίας. Ο Γουίλ Σάμερ ήταν ο ορισμός του
κακού παιδιού.
Όλα τα αγόρια γούσταραν την αδερφή μου, όμως η Λιβ δεν
είχε μιλήσει ποτέ για κανέναν με τον τρόπο που μιλούσε για
τον Γουίλ.
«Ζιγκ!»
Σήκωσα απότομα το κεφάλι μου και γύρισα προς το ση-
μείο απ’ όπου ακούστηκε το όνομά μου, αφήνοντας να φανεί
–με μια μικρή διαφορά φάσης– η έκπληξή μου καθώς ο άντρας
για τον οποίο μιλάω τόση ώρα άρχισε να έρχεται προς το μέ-
ρος μου. Ήταν ψηλότερος απ’ ό,τι θυμόμουν. Είχε ένα κορμί
μακρόστενο και σφριγηλό, με τόσο μακριά χέρια και πόδια που
κανονικά θα έπρεπε να είναι ατσούμπαλος –αλλά με κάποιον
μαγικό τρόπο δεν ήταν. Αυτός ο άντρας διέθετε πάντα
κάτι
το
σαγηνευτικό και ακαταμάχητο που δεν είχε να κάνει με την
κλασική συμμετρική ομορφιά· κι όμως, το πώς ακριβώς θυμό-
μουν τον Γουίλ μέχρι και πριν από τέσσερα χρόνια ωχριούσε
μπροστά στον άντρα που βρισκόταν τώρα κοντά μου.
Το χαμόγελό του παρέμενε αναλλοίωτο, λίγο στραβό και
πάντα παρατεταμένο, χαρίζοντας μια σκανταλιάρικη έκφραση
που έλαμπε συνεχώς στο πρόσωπό του. Καθώς με πλησίαζε,
ακούστηκε μια σειρήνα· μόλις γύρισε και κοίταξε αλλού, άρπα-
ξα την ευκαιρία να παρατηρήσω τις γωνίες που σχημάτιζε το
αξύριστο σαγόνι του, αλλά και τον μακρύ, υπέροχο, μαυρισμέ-
νο λαιμό που χανόταν κάτω απ’ τον γιακά του μικροφλίς του.
Όταν πλησίασε αρκετά, το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο
πλατύ. «Καλημέρα», είπε. «Καλά το φαντάστηκα ότι ήσουν εσύ.
Σε θυμάμαι που συνήθιζες να πηγαινοέρχεσαι έτσι όταν είχες
άγχος για το σχολείο ή κάτι άλλο. Η μαμά σου τρελαινόταν.»