25
Τα μάτια του Γουίλ άστραψαν τη στιγμή που κουνούσε
πέρα δώθε το κεφάλι του. «Όχι αυτή τη διαδρομή. Η απόσταση
είναι μόνο ενάμισι μίλι. Επειδή τώρα ξεκινάς, θα διανύσουμε το
πρώτο και το τελευταίο κομμάτι περπατώντας, και θα τρέξου-
με το μίλι στο ενδιάμεσο.»
«Γιατί δεν ακολουθούμε την κλασική διαδρομή σου;» ρώ-
τησα εγώ, επειδή δεν μου πολυάρεσε η ιδέα να τρέχει πιο σιγά
ή να αλλάξει τη ρουτίνα του για μένα.
«Γιατί είναι έξι μίλια.»
«Μια χαρά μπορώ να τα καταφέρω», αποκρίθηκα. Τα έξι
μίλια δεν μου φαίνονταν και τόσο πολλά. Τριάντα δύο χιλιάδες
πόδια μείον κάτι ψιλά. Αν έκανα μεγάλα βήματα, μπορεί και να
ήταν μόνο δεκάξι χιλιάδες βήματα… Καθώς τα σκεφτόμουν
διεξοδικά όλα αυτά, ένιωσα την απογοήτευση να ζωγραφίζε-
ται στις άκρες των χειλιών μου.
Με χτύπησε φιλικά στον ώμο με υπερβολική καρτερικότη-
τα. «Φυσικά και μπορείς. Αλλά ας δούμε καλύτερα πώς θα τα
πας σήμερα και το ξανασυζητάμε.»
Και μετά; Έπειτα μου έκλεισε με νόημα το μάτι.
Λοιπόν, απ’ ό,τι φαινόταν, το τρέξιμο δεν ήταν το φόρτε μου.
«Τρέχεις τόσο κάθε μέρα;» τον ρώτησα λαχανιασμένη.
Μπορούσα να νιώσω τον ιδρώτα να τρέχει στο μέτωπο και
στον σβέρκο μου, αλλά δεν είχα τη δύναμη ούτε καν να σηκώ-
σω τα χέρια μου για να σκουπιστώ.
Έγνεψε συγκαταβατικά· έδειχνε άνετος, λες και είχε βγει
απλώς έξω για ν’ απολαύσει έναν κάπως γρήγορο πρωινό πε-
ρίπατο. Όσο για μένα, νόμιζα ότι θα πεθάνω.
«Πόσο έχουμε ακόμα;»