12
Στη μοναξιά του δωματίου μου όμως, μέσα στον μυστικό χώρο
της καρδιάς μου, δεν φοβόμουν να παραδεχτώ ότι ο Γουίλ Σά-
μερ ήταν το πρώτο αγόρι που θέλησα να φιλήσω ποτέ, το
πρώτο αγόρι που με έκανε, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, να
γλιστρήσω το χέρι μου στο εσώρουχό μου και να τον φαντα-
στώ μέσα στο σκοτάδι του δωματίου μου.
Να φανταστώ το διαβολικό, σκανταλιάρικο χαμόγελό του
και τα μαλλιά του που, ως συνήθως, έπεφταν πάνω απ’ το δεξί
του μάτι.
Τα πανέμορφα μυώδη μπράτσα του και την ηλιοκαμένη
επιδερμίδα του.
Τα μακριά του δάχτυλα. Ακόμα και τη μικρή ουλή στο πι-
γούνι του.
Τα αγόρια της ηλικίας μου ακούγονταν εντελώς βαρετά
και αδιάφορα στα αυτιά μου, ενώ η φωνή του Γουίλ ήταν βα-
θιά και ήρεμη. Το βλέμμα του ήταν υπομονετικό, γεμάτο κατα-
νόηση. Τα χέρια του δεν ήταν ποτέ νευρικά ή αμήχανα· συνή-
θως τα είχε χωμένα βαθιά στις τσέπες του. Όταν κοίταζε τα
κορίτσια, έγλειφε τα χείλη του και ψιθύριζε διάφορα σχόλια με
προκλητική αυτοπεποίθηση για το στήθος, τα πόδια και το
στόμα τους.
Ανοιγόκλεισα τα μάτια και κοίταξα τον Τζένσεν. Δεν ήμουν
πια δεκάξι. Ήμουν είκοσι τεσσάρων και ο Γουίλ τριάντα ενός.
Τον είχα δει πριν από τέσσερα χρόνια στον
−
καταδικασμένο να
αποτύχει
−
γάμο του Τζένσεν, και το ήρεμο, υπέροχο χαμόγελό
του μου είχε φανεί ακόμα πιο έντονο, ακόμα πιο σαγηνευτικό.
Τον είχα παρακολουθήσει μαγεμένη να τρυπώνει αθόρυβα σε
μια γκαρνταρόμπα μαζί με δύο από τις παρανύφους της συζύ-
γου του αδερφού μου.
«Πάρ’ τον τηλέφωνο», με παρότρυνε ο Τζένσεν, βγάζοντάς
με από τις ονειροπολήσεις μου. «Έχει καταφέρει να δημιουργή-