7
Παρακολούθησα τον Τζένσεν να πασχίζει να κρύψει την
αγανάκτησή του.
Ο μπαμπάς μού έδωσε ένα ορεκτικό που έμοιαζε με σαλι-
γκάρι ξαπλωμένο πάνω σε κράκερ. Το έχωσα διακριτικά σε μια
χαρτοπετσέτα τη στιγμή που περνούσε από δίπλα μου ο σερ-
βιτόρος. Το καινούριο μου φόρεμα μου προκαλούσε μια μικρή
φαγούρα και αναρωτήθηκα γιατί δεν είχα βρει τον χρόνο να
ρωτήσω τους άλλους στο εργαστήριο για το καινούριο λαστέξ
που είχα τη φαεινή ιδέα να φορέσω. Και μόνο αυτή η εμπειρία
μού ήταν αρκετή για να με πείσει ότι ήταν δημιούργημα είτε
του Σατανά είτε κάποιου άντρα που ήταν υπερβολικά λεπτός
ακόμα και για τα εφαρμοστά τζιν.
«Δεν είσαι μόνο έξυπνη», συνέχισε ο Τζένσεν. «Έχεις και
χιούμορ. Είσαι κοινωνική. Είσαι ένα όμορφο κορίτσι.»
«Γυναίκα…» τον διόρθωσα μιλώντας μέσα απ’ τα δόντια μου.
Εκείνος έσκυψε προς το μέρος μου, σε μια προσπάθεια να
μη φτάσει η κουβέντα μας στα αυτιά των φιλότεχνων που
περνούσαν από δίπλα μας. Ο Θεός να μας φυλάξει αν κάποιο
μέλος της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης τον άκουγε να
μου κάνει διάλεξη για το πώς να φέρομαι πιο ερωτικά στις κοι-
νωνικές συναναστροφές μου. «Εξακολουθώ λοιπόν να μην κα-
ταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να έχουμε έρθει να σε δούμε για
ένα τριήμερο και οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε
βγει έξω να είναι οι
δικοί μου
φίλοι.»
Χαμογέλασα στον μεγάλο μου αδερφό και, αφού άφησα να
με κατακλύσει το πρώτο κύμα της ευγνωμοσύνης για το υπερ-
προστατευτικό ενδιαφέρον του, ένιωσα να αναψοκοκκινίζω
από τον εκνευρισμό που είχε αρχίσει να απλώνεται αργά και
βασανιστικά στο δέρμα μου. Ήταν σαν να άγγιζα ένα καυτό
σίδερο, μια οξεία αντανακλαστική αντίδραση που την ακολου-