11
Άρπαξα το ποτήρι της σαμπάνιας από το χέρι του μπαμπά
–δεν είχε προλάβει να πιει ούτε μια γουλιά– και το κατέβασα
μονορούφι.
Δεν χρειάστηκε να μου το πει δεύτερη φορά. Ο Γουίλ Σάμερ
ήταν ο κολλητός του Τζένσεν στο πανεπιστήμιο και είχε δου-
λέψει ως ασκούμενος στο γραφείο του πατέρα μας. Σε αυτό το
σημείο ίσως θα έπρεπε να αναφέρω και μια ασήμαντη λεπτο-
μέρεια: ήταν επίσης το αντικείμενο όλων ανεξαιρέτως των ε-
φηβικών μου φαντασιώσεων. Μπορεί εγώ να ήμουν το φιλικό
σπασικλάκι, η μικρή αδερφή του Τζένσεν, αλλά ο Γουίλ ήταν το
κακό παιδί-ιδιοφυΐα με το στραβό χαμόγελο, τα τρυπημένα
αυτιά και τα γαλανά μάτια που υπνώτιζαν όποιο κορίτσι τον
συναντούσε.
Όταν εγώ ήμουν δώδεκα χρονών, ο Γουίλ ήταν δεκαεννιά
και είχε έρθει να μας επισκεφθεί με τον Τζένσεν για λίγες μέρες
τα Χριστούγεννα. Ήταν ένας βρόμικος και υπέροχος τύπος
–ήδη από τότε– έτσι όπως έπαιζε το μπάσο του στο γκαράζ με
τον Τζένσεν και φλέρταρε με παιχνιδιάρικο τρόπο τη μεγαλύ-
τερη αδερφή μου, τη Λιβ. Όταν εγώ ήμουν δεκάξι, εκείνος μόλις
είχε πάρει το πτυχίο του και είχε έρθει να μείνει μαζί μας ένα
ολόκληρο καλοκαίρι, δουλεύοντας για τον πατέρα μου. Απέ-
πνεε μια έντονη σεξουαλική αύρα, οπότε κι εγώ αποφάσισα να
χαρίσω την παρθενιά μου σ’ έναν πρωτάρη και άσχετο από την
τάξη μου, απλώς για να ανακουφιστώ από τον οδυνηρό πόθο
που μου προκαλούσε ο Γουίλ ως αρσενικό.
Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι η αδερφή μου τον είχε τουλά-
χιστον
φιλήσει
–εξάλλου ο Γουίλ ήταν πολύ μεγάλος για μένα.