5
Πρόλογος
Βρισκόμασταν στο πιο άσχημο διαμέρισμα όλου του Μανχάταν
και σίγουρα δεν έφταιγε μόνο το γεγονός ότι ο εγκέφαλός μου
έμοιαζε προγραμματισμένος να μην εκτιμάει καθόλου την τέ-
χνη: αντικειμενικά,
όλοι
οι πίνακες ήταν φρικτοί. Ένα τριχωτό
πόδι που ξεπηδούσε απ’ τον μίσχο ενός λουλουδιού. Ένα στό-
μα που έφτυνε μακαρόνια. Δίπλα μου, ο μεγάλος μου αδερφός
και ο πατέρας μου μουρμούριζαν σκεφτικοί, κουνώντας το κε-
φάλι σαν να καταλάβαιναν τι έβλεπαν. Όσο για μένα, το μόνο
που σκεφτόμουν ήταν να προχωρήσουμε όσο το δυνατόν πιο
γρήγορα. Κατά τα φαινόμενα, υπήρχε κάποιος άγραφος νόμος
που υπαγόρευε ότι οι καλεσμένοι της δεξίωσης έπρεπε πρώτα
να ακολουθήσουν ολόκληρη τη διαδρομή και να θαυμάσουν τα
έργα τέχνης· τότε και μόνο θα μπορούσαν να δοκιμάσουν τα
ορεκτικά που περιφέρονταν στην αίθουσα πάνω στους δί-
σκους.
Στο τέλος της διαδρομής όμως, πάνω απ’ το ογκώδες τζάκι
και ανάμεσα σε δύο κακόγουστα κηροπήγια υπήρχε ένας πί-
νακας με μια διπλή έλικα –τη δομή του μορίου του DNA– και
κατά μήκος του καμβά ήταν τυπωμένη η γνωστή ρήση του Τιμ
Μπάρτον:
Όλοι γνωρίζουμε ότι τα ειδύλλια μεταξύ διαφορετι-
κών ειδών είναι αλλόκοτα.
Ενθουσιασμένη, γέλασα και στράφηκα προς τον Τζένσεν
και τον μπαμπά. «Εντάξει.
Αυτό
είναι ωραίο.»
Ο Τζένσεν αναστέναξε. «Έτσι
νομίζεις
.»