10
βολικά προσπαθώντας να διαχειριστώ ακόμα και την τελευ-
ταία λεπτομέρεια στη ζωή σου…»
«
Ίσως;
» τον διέκοψα. «Εσύ ήθελες να κανονίζεις τα πάντα,
από το πότε θα μου βγάλουν η μαμά και ο μπαμπάς τις βοηθη-
τικές ρόδες απ’ το ποδήλατό μου μέχρι το πόσο αργά θα μπο-
ρούσα να μείνω έξω μετά τη δύση του ήλιου, λες και ίσχυε για
μένα κάποια ειδική απαγόρευση κυκλοφορίας. Και ούτε καν
ζούσες πια μαζί μας, Τζενς. Και φαντάσου ότι ήμουν
δεκάξι
χρονών.»
Προσπάθησε να με καθησυχάσει με το βλέμμα του. «Ορκί-
ζομαι ότι δεν πρόκειται να σου πω τι να κάνεις, απλώς…» Στα-
μάτησε και κοίταξε τριγύρω του σαν να περίμενε να περάσει
κάποιος με μια πινακίδα που θα έγραφε το υπόλοιπο της φρά-
σης του. Το να ζητάει κανείς απ’ τον Τζένσεν να μην μπλέκεται
με τα πάντα ήταν σαν να ζητάει από οποιονδήποτε άλλο άν-
θρωπο να πάψει να αναπνέει για δέκα ολόκληρα λεπτά. «Α-
πλώς πάρε και κανένα τηλέφωνο σε κάποιον.»
«
Σε κάποιον
; Τζένσεν, εδώ και ώρα προσπαθείς ουσιαστι-
κά να μου πεις ότι δεν έχω φίλους. Αυτό μπορεί να είναι
εν μέ-
ρει
αλήθεια, όμως σε ποιον φαντάζεσαι ότι θα ’πρεπε να τηλε-
φωνήσω για να ξεκινήσω αυτή την ιστορία του βγες-έξω-και-
ζήσε-τη-ζωή-σου; Σε κάποιον άλλο μεταπτυχιακό φοιτητή που
είναι εξίσου χωμένος μέσα στην έρευνά του όσο εγώ; Είμαστε
μεταπτυχιακοί φοιτητές στη Βιοϊατρική Μηχανική, όχι ανερ-
χόμενοι αστέρες της κοσμικής κοινωνίας.»
Έκλεισε τα μάτια του κοιτώντας το ταβάνι. Εκείνη τη
στιγμή κάτι φάνηκε να του περνάει απ’ το μυαλό. Όταν με κοί-
ταξε ξανά, είχε σηκώσει τα φρύδια και το βλέμμα του ήταν γε-
μάτο ελπίδα και μια ακαταμάχητη αδερφική τρυφερότητα. «Τι
θα ’λεγες για τον Γουίλ;»