14
27
28
29
«Και βέβαια. Κι όταν δεν ξέρεις πώς να το κάνεις, με
ρωτάς.»
Έμεινε για λίγο σιωπηλή κι ύστερα είπε: «Όπως τώρα;»
Το γεγονός ότι είχα δεμένα τα μάτια ήταν ταυτόχρονα
υπέροχο και απαίσιο. Ήθελα να βλέπω το πρόσωπό της,
όμως μπορούσα να το φαντάζομαι από τον ήχο και μόνο
της φωνής της: τα δόντια της θα δάγκωναν ελαφρά το κά-
τω χείλι της, τα μάτια της θα ήταν καρφωμένα στο σημείο
που τα δάχτυλά της άγγιζαν το δέρμα μου με εξωφρενική
προσοχή. Έτσι ξεκινούσαμε. Εκείνη ρωτούσε, εγώ την κα-
θοδηγούσα.
«Δεν είσαι απόλυτα σίγουρη για το πώς πρέπει να με
φροντίσεις τώρα;»
«Απλώς απόψε έχω άγχος», ψιθύρισε. «Με βοηθάει
όταν μου λες τι θέλεις να κάνω.»
Η καρδιά μου σαν να έχασε έναν χτύπο και μετά πήγε
να εκραγεί. Είχαμε καιρό να παίξουμε αυτούς τους ρόλους.
«Κάθισε ξανά πάνω μου», την καθοδήγησα, κι η φωνή
μου ακούστηκε τραχιά σαν γρύλισμα.
«Πάρε με μέσα σου. Αργά. Παίξε λίγο μαζί μου.»
Με έπιασε στο χέρι της και μετά με καβάλησε και ι-
σορρόπησε το κορμί της. Τρίφτηκε πάνω μου και χαμή-
λωσε αργά αργά.
Ήταν γαμημένα τέλειο.
Κόντεψα να χάσω το μυαλό μου. «Έτσι. Έτσι.»
«Γουίλ…»
Χίλιες φορές είχαμε κάνει έρωτα. Ίσως και περισσότε-
ρες. Και κάθε φορά διαπίστωνα με τρομερή έκπληξη ότι
ανάγκαζα τον εαυτό μου να μετρήσει μέχρι το δέκα, ότι