8
27
28
29
χαμογέλασε, σηκώθηκε στις μύτες για να με φιλήσει και
φώναξε χαρωπά: «Να ’μαστε λοιπόν!»
Κοίταξα τριγύρω μου, το άδειο δωμάτιο του ξενοδοχεί-
ου, και είπα: «Πολύ φτηνά την έχω γλιτώσει.»
Το πνιχτό επιφώνημά της μ’ έκανε να χαμογελάσω,
μέχρι που άκουσα τη φωνή της, διαπεραστική και αγχωμέ-
νη. «Κι αν το νυφικό μου τονίζει υπερβολικά τα βυζιά μου
κι εσύ είσαι ο μόνος που δεν θα το βρίσκει πρόστυχο;»
«Ακόμα κι αν εμφανιζόσουν στην τελετή γυμνόστηθη,
δεν θα είχα το παραμικρό πρόβλημα. Και… η μοναδική
γνώμη που μετράει αύριο είναι η δική μου.»
«Τότε γιατί καλέσαμε άλλους εκατόν εξήντα ανθρώ-
πους;»
«Χάνα. Σταμάτα να μιλάς. Αμέσως. Έλα στο δωμάτιό
μου να πηδηχτούμε.»
Η γραμμή έκλεισε και, πριν περάσουν μερικά δευτερό-
λεπτα, άκουσα βήματα μπροστά στην πόρτα μου, μια μα-
κριά παύση κι ύστερα ένα απαλό χτύπημα.
«Κλείσε τα μάτια σου», με προειδοποίησε.
Πλησίασα στην πόρτα, έκλεισα σφιχτά τα μάτια και την
άνοιξα.
«Μην τ’ ανοίξεις!» με διέταξε εκείνη.
Υπάκουσα και τα έκλεισα ακόμα πιο σφιχτά.
Ένιωσα τα χέρια της στον λαιμό μου κι ύστερα να γλι-
στράνε στο πρόσωπό μου και να το ψηλαφούνε νευρικά
μέχρι που κατάφερε να δέσει κάτι γύρω απ’ τα μάτια μου.
Κι ύστερα δεν ακουγόταν πια τίποτα. Δεν μπορούσα να τη
δω, δεν μπορούσα να τη νιώσω.