12
27
28
29
Εκείνη τεντώθηκε και μ’ έκλεισε ανάμεσα στα υπέρο-
χα, μεταξένια πόδια της. Τα δάχτυλά μου γραπώθηκαν στα
σεντόνια.
«Χάνα;» είπα με κομμένη την ανάσα.
Σταμάτησε και με ρώτησε: «Ναι;»
«Μπορώ τουλάχιστον να σου χουφτώσω τον κώλο;»
Την ένιωσα να μένει ακίνητη πάνω μου. Ύστερα ξέ-
σπασε σε γέλια. «Διάολε, υπάρχει νυφικό που θα μπο-
ρούσε ν’ αφήνει να φανεί ο κώλος μου;»
«Συγνώμη, συγνώμη», είπα γελώντας. «Δεν σκέφτο-
μαι τι λέω. Γαμώτο, Ροδακινάκι, απλώς πάρε μέσα σου το
καυλί μου.»
Δεν το έκανε. Ένιωθα τη ζεστή της σάρκα, τόσο κοντά
μου, όμως εκείνη καβάλησε πάλι τους μηρούς μου και τα
χέρια της χάιδεψαν την κοιλιά μου.
«Είσαι καλά;» ρώτησα και ανακάθισα από κάτω της,
ψηλαφώντας αδέξια με τα χέρια μου για να ξαναβρώ το
πρόσωπό της. «Πάλι έχεις φρικάρει για το νυφικό;»
Προσπάθησα ν’ αγγίξω διακριτικά με τους αντίχειρές
μου το σημείο κάτω απ’ τα μάτια της για να βεβαιωθώ ότι
δεν έκλαιγε, εκείνη όμως έγειρε στο πλάι το κεφάλι για να
με αποφύγει.
«Δεν κλαίω.»
Έγνεψα καταφατικά κι έμεινα σιωπηλός. Προσπαθού-
σα να είμαι προσεκτικός στις κινήσεις μου.
«Απλώς έχω πάρα πολύ άγχος», είπε.
Το στήθος μου σφίχτηκε. «Ξέρεις, το γεγονός ότι θα
παντρευτούμε δεν σημαίνει ότι θα αλλάξει κάτι μεταξύ μας,