10
27
28
29
ταυτόχρονα, όταν εγώ θα είμαι εκατό χρονών κι εσύ ενε-
νήντα τρία.»
Γελώντας πνιχτά, με ανάγκασε να γυρίσω και με οδή-
γησε στο κρεβάτι. Προσεκτικά με τράβηξε προς τα κάτω
για να καθίσω. Μ’ έσπρωξε μέχρι που ξάπλωσα ανάσκελα
και σκαρφάλωσε πάνω μου.
«Τώρα έχεις ανοιχτά τα μάτια σου;» τη ρώτησα, με
περιπαιχτικό ύφος.
«Σήκωσα για μια στιγμή το μαντίλι, αλλά τώρα τα ξα-
ναέκλεισα. Κάποιος έπρεπε να μας οδηγήσει ως εδώ με
ασφάλεια.»
«Θέλω να πω, νομίζω ότι ο κανόνας είναι να μη δει ο
γαμπρός τη νύφη, σωστά; Εσύ μπορείς να με δεις», ψιθύ-
ρισα.
Έμεινε για λίγο σιωπηλή. «Αλήθεια;»
«Ναι, Ροδακινάκι μου.»
Μετά από έναν σύντομο δισταγμό άκουσα το απαλό
θρόισμα του υφάσματος καθώς έβγαζε το μαντίλι κι έπειτα
τον αχνό ήχο της ανάσας της.
«Εδώ είσαι λοιπόν.» Γλίστρησε το χέρι της πάνω στο
στήθος και τον λαιμό μου, κι ύστερα με το ένα της δάχτυλο
ακολούθησε τη γραμμή των χειλιών μου. «Ο άντρας μου.
Τρελό δεν είναι;»
Το δέρμα μου πήρε φωτιά, πεινασμένο. «Χάν…»
Το στόμα της κόλλησε στο δικό μου κι έπνιξε τα λόγια
μου. Τα χείλη της ήταν υγρά και σαρκώδη –τόσο γαμημένα
υπέροχα… Με τα χέρια της μου κατέβασε το μποξεράκι.
Μ’ έγλειψε στον λαιμό, και τα μαλλιά της γαργαλούσαν την