18
29
30
31
Κάνε ό,τι κάνει κι αυτός
, σκέφτηκα.
Αφού δεν έχει ανέβει
ακόμα στο αεροπλάνο, δεν έχει έρθει ούτε η δική μου σειρά.
Άφησα το βλέμμα μου να ανέβει από τον στητό λαιμό του,
ψηλότερα, στο πρόσωπό του. Μου ήρθε μια ελαφριά ζάλη. Ή-
ταν φανερό ότι έβλεπα τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της ε-
πιθυμίας για εκδίκηση, όμως ο τύπος
ήταν
κούκλος. Πλούσια
καστανόξανθα μαλλιά. Σκούρα πράσινα μάτια που κοιτούσαν
το εισιτήριο που κρατούσε στο χέρι του. Κι ένα υπέροχο πι-
γούνι που σε προσκαλούσε να το δαγκώσεις.
«Με συγχωρείς», είπα πιάνοντάς τον απ’ το μπράτσο.
«Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;»
Χαμήλωσε το βλέμμα του στο σημείο όπου τον άγγιζα, κα-
τόπιν το ανέβασε αργά μέχρι το πρόσωπό μου και χαμογέλασε.
Μικροσκοπικές ρυτίδες σχηματίστηκαν στα μάτια του κι
ένα λακκάκι στο αριστερό του μάγουλο. Είχε ένα τέλειο, αμε-
ρικάνικο χαμόγελο κι εγώ είχα αρχίσει να ιδρώνω. Μου κόπηκε
η ανάσα.
«Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει;» ρώτησα. «Έχω χρόνια
να μπω σε αεροπλάνο. Πρέπει να επιβιβαστώ τώρα;»
Χαμήλωσε το βλέμμα του στο εισιτήριο που κρατούσα στο
χέρι μου και το γύρισε λίγο προς το μέρος του για να το δει κα-
λύτερα.
Καθαρά, άψογα κομμένα νύχια. Μακριά δάχτυλα.
«Ω!» είπε γελώντας ελαφρά. «Κάθεσαι ακριβώς δίπλα
μου.» Κοίταξε την πύλη της επιβίβασης και πρόσθεσε: «Τώρα
επιβιβάζονται οι οικογένειες με μικρά παιδιά και όσοι άνθρω-
ποι χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο και έπειτα θα ακο-
λουθήσουν οι επιβάτες της πρώτης θέσης. Θέλεις να με ακο-
λουθήσεις;»
Θα σε ακολουθούσα και στις πύλες της Κόλασης, αγόρι μου.