15
29
30
31
κάποτε η τέλεια κρυψώνα για τα παπούτσια της Barbie. To σχο-
λαστικά λουστραρισμένο ξύλινο παρκέ που πρόβαλλε από κάτω.
Πραγματικά μισούσα τη δουλειά μου. Μισούσα το αφεντι-
κό μου, τον Τόνι. Μισούσα την ανιαρή μονοτονία των ατελείω-
των αριθμητικών υπολογισμών. Μισούσα τη διαδρομή μέχρι
το γραφείο, το γεγονός ότι δεν είχα στενούς φίλους από τότε
που έφυγε η Ρούμπι πριν από ενάμιση χρόνο.
Μισούσα το ότι οι μέρες εναλλάσσονταν ίδια και απαράλ-
λαχτα η μία με την άλλη.
Ίσως όμως να είμαι τυχερή,
σκέφτηκα.
Τουλάχιστον έχω
δουλειά, έτσι; Και φίλους, ακόμα κι αν οι περισσότεροι περνούν
τον χρόνο τους κουτσομπολεύοντας στην παμπ. Έχω δύο μαμά-
δες που με λατρεύουν και μια γκαρνταρόμπα που θα ζήλευαν οι
περισσότερες γυναίκες. Η αλήθεια είναι ότι ο Μαρκ ήταν ωραίος
τύπος αλλά και λίγο ρεμάλι, για να λέμε την αλήθεια. Με φαντα-
στικό πούτσο και αργόσυρτη γλώσσα. Γυμνασμένος αλλά μάλ-
λον τεμπέλης, τώρα που το σκέφτομαι. Ποιος χρειάζεται έναν
άντρα; Εγώ πάντως όχι.
Είχα τόσα πράγματα –μια πραγματικά καλή ζωή. Γιατί
λοιπόν ένιωθα τόσο σκατά;
«Έχεις ανάγκη από διακοπές.» Η Λέλε αναστέναξε.
Ένιωσα κάτι να σκιρτάει μέσα μου: μια αμυδρή αίσθηση
ανακούφισης.
«Ναι! Διακοπές!»
Παρασκευή πρωί, και στο Χίθροου γινόταν πανζουρλισμός.
Κλείσε μια πτήση για την Παρασκευή, είπε η Κόκο.
Θα έχει ησυχία, είπε.