22
29
30
31
Ο άντρας δίπλα μου με σταμάτησε πιάνοντάς με απ’ το
μπράτσο. Χαμογελούσε, φαινόταν να το διασκεδάζει. «Είναι
δωρεάν
.»
Γύρισα και τον κοίταξα κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποί-
ησα ότι η Αμέλια είχε ήδη φύγει για να μας φέρει τα ποτά μας.
«
Δωρεάν;
» επανέλαβα με δυσπιστία.
Έγνεψε καταφατικά. «Στις διεθνείς πτήσεις τα οινοπνευ-
ματώδη ποτά είναι δωρεάν. Και η αλήθεια είναι ότι στην πρώ-
τη θέση είναι πάντα δωρεάν.»
«
Γαμώτο…
» μουρμούρισα και τέντωσα την πλάτη μου. «Τι
ηλίθια που είμαι.» Με τη μύτη του ποδιού μου έσπρωξα την
τσάντα μου κάτω απ’ το κάθισμα. «Πρώτη φορά ταξιδεύω
στην πρώτη θέση.»
Έγειρε ελαφρά προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε: «Δεν
θα το πω σε κανέναν.»
Από τον τόνο της φωνής του δεν μπόρεσα να καταλάβω
το ύφος του, γι’ αυτό γύρισα και τον κοίταξα. Μου έκλεισε
παιχνιδιάρικα το μάτι.
«
Εμένα
όμως θα μου το πεις αν τα κάνω θάλασσα, σύμφω-
νοι;» τον ρώτησα χαμογελώντας. Έτσι όπως είχε γείρει προς
το μέρος μου, ένιωσα να με τυλίγει η αρρενωπή μυρωδιά του,
μια μυρωδιά φρεσκοπλυμένων ρούχων και βερνικιού παπου-
τσιών. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά.
«Δεν είναι δυνατόν να τα κάνεις θάλασσα.»
Τι είπε;
Του χαμογέλασα ακόμα πιο πλατιά. «Δεν θα μ’ α-
φήσεις να γεμίσω τον τόπο με μικροσκοπικά μπουκαλάκια πο-
τών χωρίς αλκοόλ;» ψιθύρισα.
Σήκωσε ψηλά το χέρι του. «Στην προσκοπική μου τιμή!...»
Όρθωσε το κορμί του, έβαλε τη μικρή σακούλα των σκου-
πιδιών μέσα στην τσάντα του και την ακούμπησε κάτω, κοντά
στα πόδια του.