23
29
30
31
«Φεύγεις ή επιστρέφεις;» τον ρώτησα.
«Επιστρέφω», μου είπε. «Έχω γεννηθεί και ζω στη Βοστό-
νη. Είχα έρθει μια εβδομάδα στο Λονδίνο για δουλειές. Εσύ κά-
τι είπες για διακοπές, έτσι δεν είναι;»
«Σωστά.» Σήκωσα τους ώμους, κοκκινίζοντας ντροπαλά.
Πήρα βαθιά ανάσα. «Φεύγω
μακριά
. Έχω ανάγκη να πάρω μια
απόσταση για λίγο.»
«Ποτέ δεν βλάπτει ένα διάλειμμα», ψιθύρισε εκείνος κοι-
τάζοντάς με στα μάτια. Για να είμαι ειλικρινής, η ηρεμία του
μου προκάλεσε μια μικρή αμηχανία. Ήταν φανερό ότι είχε
σκανδιναβική καταγωγή. Τα μάτια του ήταν τόσο πράσινα, οι
γραμμές του προσώπου του τόσο έντονες. Όταν γύρισε και με
κοίταξε, ένιωσα σαν να είχε πέσει πάνω μου το φως ενός προ-
βολέα. Με έκανε να νιώθω αμηχανία και ταυτόχρονα μια μικρή
ζάλη. «Και πώς αποφάσισες να έρθεις στη Βοστόνη;»
«Αφενός επειδή ζει εκεί ο παππούς μου», απάντησε. «Κι
ένα σωρό φίλοι μου.» Γέλασα. «Θα τους συναντήσω εκεί και θα
πάμε όλοι μαζί μια περιοδεία στα οινοποιεία της Ανατολικής
Ακτής. Η αλήθεια είναι ότι κάποιους θα τους συναντήσω για
πρώτη φορά, όμως τα δύο τελευταία χρόνια έχω ακούσει τόσο
πολλά γι’ αυτούς από μια άλλη φίλη, που αισθάνομαι λες και
τους γνωρίζω χρόνια.»
«Ωραία περιπέτεια ακούγεται.» Για ένα κλάσμα του δευ-
τερολέπτου χαμήλωσε το βλέμμα του στα χείλη μου και αμέ-
σως το κάρφωσε ξανά στα μάτια μου. «Με λένε Τζένσεν»,
είπε.
Άπλωσα το χέρι, ανατριχιάζοντας όταν τα μεταλλικά βρα-
χιόλια μου γλίστρησαν ψηλά στο μπράτσο μου κι έσφιξα το
χέρι που μου έτεινε. «Τίνα.»
Η Αμέλια εμφανίστηκε με τα ποτά μας. Την ευχαριστήσαμε
και σηκώσαμε τα ποτήρια μας σαν να κάναμε πρόποση.