8
29
30
31
νια μέχρι το καλάθι με τα άπλυτα πριν γυρίσω σπίτι– και ο
πούτσος του, καμαρωτός, άγγιζε σχεδόν την κοιλιά του.
Τον έκρυψε με την παλάμη του. «Τίνα!»
Προς τιμήν της, η γυναίκα έκρυψε ντροπιασμένη το πρό-
σωπό της πίσω απ’ τις παλάμες της. «Μαρκ», ψέλλισε, «δεν
μου είχες πει ότι έχεις φιλενάδα.»
«Πολύ παράξενο», απάντησα για λογαριασμό του. «Εμένα
δεν μου είχε πει ότι είχε
δύο
φιλενάδες.»
Ο Μαρκ άφησε να του ξεφύγουν μερικοί κοφτοί ήχοι
τρόμου.
«Έλα, τελείωνε», του είπα σηκώνοντας το πιγούνι. «Μά-
ζευέ τα και δίνε του!»
«Τίνα», κατάφερε να πει. «Δεν ήξερα…»
«Ότι θα γύριζα το μεσημέρι;» τον ρώτησα. «Ναι, είναι
προφανές ότι δεν το ήξερες, αγάπη μου.»
Η γυναίκα σηκώθηκε και, ντροπιασμένη, άρχισε να ψάχνει
αδέξια να βρει τα ρούχα της. Υποθέτω ότι το σωστό θα ήταν
να κάνω μεταβολή και να τους αφήσω να ντυθούν βουτηγμέ-
νοι στη σιωπή της ντροπής τους. Όμως, για να είμαστε δίκαι-
οι, το
σωστό
θα ήταν να μη βιαστεί κι εκείνη να δηλώσει ότι
δεν ήξερε πως ο Μαρκ είχε φιλενάδα όταν τα πάντα στην
αναθεματισμένη την κρεβατοκάμαρα ήταν βαμμένα σε απα-
λό τιρκουάζ χρώμα και τα πορτατίφ στα κομοδίνα είχαν
δα-
ντελένια
καπέλα.
Ή μήπως νόμιζε ότι την είχε πάει στο διαμέρισμα της μα-
μάς του; Έλα τώρα.
Ο Μαρκ φόρεσε το παντελόνι του και ήρθε προς το μέρος
μου με σηκωμένα τα χέρια σαν να πλησίαζε λιοντάρι.
Γέλασα. Εκείνη τη στιγμή ήμουν πιο επικίνδυνη κι από λιο-
ντάρι.