13
Έχωσε την παλάμη της στα μαλλιά μου και με τράβηξε
προς τα πίσω γελώντας. «Επιτέλους, το ομολογείς!»
«Τι εννοείς;»
Σηκώνοντας ελαφρά το ένα της φρύδι, περιεργάστηκε
το πρόσωπό μου, με τα ζεστά, καστανά μάτια της να προ-
σπαθούν να ρουφήξουν και την παραμικρή λεπτομέρεια
της έκφρασής μου. Η Σάρα πολύ συχνά με παρατηρούσε
έτσι: αμίλητη, σοβαρή. Με το δάχτυλό της χάιδεψε το πι-
γούνι μου, τα μάτια της καρφώθηκαν στα χείλη μου. «Δεν
θέλω ν’ ανησυχείς τόσο πολύ…» ψιθύρισε. «Θέλω να κά-
νω κι άλλα παιδιά –ίσως όχι τώρα σύντομα, αλλά κάποια
στιγμή– και κάθε φορά που σου το λέω, βλέπω τον τρόμο
ζωγραφισμένο στο βλέμμα σου.»
Προσπάθησα να καταπιώ τον κόμπο που είχε σταθεί
στον λαιμό μου. «Δεν είναι το δικό μου σώμα που τράβηξε
το ζόρι.»
«Το σώμα μου φαίνεται να τα καταφέρνει μια χαρά.
Όπου να 'ναι θα επιστρέψω στη δουλειά. Για δες τι έγινε.
Τα καταφέραμε
.»
Έσκυψα και γεύτηκα ξανά το δέρμα της. Φίλησα την
κοιλιά της.
Με τράβηξε κοντά της και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Μη
μου πεις ότι δεν σε τρελαίνει η ιδέα ότι εδώ μέσα μεγάλωνε
το παιδί σου.»
Γέλασα. «Ομολογώ ότι ήταν πολύ πιο εύκολο να τη
φροντίσουμε όσο ήταν κουλουριασμένη εκεί μέσα.»
Με κοίταξε ξανά στα μάτια, ενώ εγώ με το γόνατό μου
της άνοιγα τα πόδια για να μπω ανάμεσά τους, καυλώνο-