21
Κάθισα στον καναπέ και ξάπλωσα την Άναμπελ πάνω
στο στήθος μου. Ήμουν ακόμα λαχανιασμένος.
«Να υποθέσω ότι είσαι ιδρωμένος και κάθεσαι στον
καναπέ;» φώναξε η Σάρα απ’ την κρεβατοκάμαρά μας.
Εγώ έβγαλα έξω τη γλώσσα μου και η Άναμπελ προ-
σπάθησε να την πιάσει. «Πολύ ιδρωμένος», απάντησα στη
γυναίκα μου. «Αηδιαστικά ιδρωμένος, θα έλεγα.»
Στον διάδρομο ακούστηκαν τα τακούνια της Σάρας.
Πάγωσε όταν μας είδε. «Μαξ!»
«Θα τα καθαρίσω, Γλύκα…»
«Δεν εννοώ αυτό», είπε εκείνη και με πλησίασε. «Έ-
χεις βγάλει την μπλούζα σου και κρατάς στο γυμνό σου
στήθος το πιο γλυκό μωρό του κόσμου. Φόρα μια μπλού-
ζα, ρε κάθαρμα, αλλιώς δεν θα φέρω καμία ευθύνη για ό,τι
θα διαπράξω...»
Τρελαινόμουν όταν η Σάρα με κοίταζε έτσι. «Φαντάσου
λοιπόν πώς νιώθω εγώ όταν σε βλέπω να τη θηλάζεις.»
Μου χάρισε το πιο λαμπερό της χαμόγελο κι ύστερα
έσκυψε και φίλησε το παχουλό μπουτάκι της κόρης μας.
«Μοιάζει μ’ ένα μικρό ροδακινάκι στην αγκαλιά σου.»
Παρατήρησα το ντύσιμό της και αμέσως αναρωτήθηκα
αν θα καταφέρναμε να βάλουμε το μωρό να κοιμηθεί για
λίγο τόσο νωρίς το πρωί. Είχα μήνες να δω τη Σάρα ντυ-
μένη με τα ρούχα του γραφείου. Συνειδητοποίησα πόσο
μου είχε λείψει αυτό. Η μαύρη φούστα της έφτανε μέχρι
λίγο πιο ψηλά απ’ το γόνατο, αφήνοντας να φανεί μια μι-
κρή λωρίδα σάρκας πάνω απ’ τις δερμάτινες μπότες της.
Το στήθος της έδειχνε
εξωπραγματικό, ρε γαμώτο, κάτω
απ’ το γκρίζο πουλόβερ που φορούσε.