22
Εκείνη, ακολουθώντας το βλέμμα μου, κοίταξε το στή-
θος της. «Μάλλον πρέπει να πάω για ψώνια σήμερα. Το
στήθος μου δεν χωράει πια στα ρούχα μου.»
«Μην τολμήσεις να το πετάξεις αυτό.»
Δάγκωσε τα χείλη της και μου έκλεισε το μάτι. «Ναι;»
«Ναι», είπα μέσα απ’ τα δόντια μου και η ατμόσφαιρα
μεταξύ μας φορτίστηκε. «Είσαι πανέμορφη, που να πάρει
ο διάολος, Γλύκα.»
«Μήπως όμως δεν πρέπει να το φορέσω; Θέλω να
πω, αν κρίνω από τον τρόπο που με κοιτάζεις, ίσως αυτό
το πουλόβερ δεν είναι πλέον αρκετά επαγγελματικό.»
«Υποθέτω ότι εξαρτάται από το πού σκοπεύεις να
πας.»
Εκείνη σήκωσε τους ώμους. Ήρθε και κάθισε δίπλα
μας. «Έλεγα να πάω μια δυο ώρες στο γραφείο, μόνο και
μόνο για να μην αισθάνομαι εντελώς εκτός τόπου και χρό-
νου την επόμενη εβδομάδα. Θα συναντηθώ με τα κορίτσια
για να φάμε μαζί πρωινό και μετά θα συνεχίσω για το γρα-
φείο.»
Φίλησα την Άναμπελ στην κορυφή του κεφαλιού της.
«Θέλεις να την πάρω μαζί μου;»
«Θα μπορούσα να την πάρω κι εγώ.»
Τι είχε άραγε η έκφραση του προσώπου της εκείνη
ακριβώς τη στιγμή που με έκανε να νιώσω να με πλημμυ-
ρίζουν τόσο πολλά συναισθήματα ταυτόχρονα; Έτσι όπως
την κοίταζα, ντυμένη με τα ρούχα για τη δουλειά να κατευ-
θύνεται προς την πόρτα, ήταν σαν να έβλεπα για πρώτη
φορά αυτόν τον συνδυασμό: την ερωμένη μου, τη γυναίκα
μου και ταυτόχρονα μια μητέρα, μια τροφό και…
που να