19
Η Σάρα με κοίταζε μέσα στο σκοτάδι. «Σ’ αγαπάω.»
Ξεροκατάπια κι έγνεψα με το κεφάλι καθώς πάσχιζα
να διώξω τον κόμπο που είχε σταθεί στον λαιμό μου για να
μπορέσω να ανταποκριθώ σ’ αυτό το αίσθημα. Το προη-
γούμενο βράδυ η σκέψη ότι είχα αφοσιωθεί τόσο πολύ στη
Σάρα ως Μητέρα χωρίς ν’ αφήνω τον εαυτό μου να απο-
λαύσει τη Σάρα ως Γυναίκα δεν με είχε αφήσει να κοιμηθώ.
«Τι συμβαίνει;» ψιθύρισε εκείνη βλέποντάς με να δίνω
μια εσωτερική μάχη.
«Νομίζω ότι πρέπει να συμφωνήσουμε ότι πρώτα θα
ξαναβρούμε ο ένας τον άλλον και μετά θα μείνεις ξανά έ-
γκυος.»
«Θα βρούμε ο ένας τον άλλο;…» επανέλαβε εκείνη.
Έσμιξε τα φρύδια της. Ήταν φανερό ότι δεν είχε κατα-
λάβει ακριβώς τι ήθελα να πω. «Δηλαδή;»
«Θέλω να γίνω ξανά ο άντρας που θέλεις να έχεις δί-
πλα σου. Με τις φωτογραφίες. Τα βίντεο. Να ξέρω ότι σου
προσφέρω αυτό που έχεις ανάγκη.»
«Αυτό που έχω ανάγκη;»
«Αυτό που
έχουμε
ανάγκη.»
Έγλειψε τα χείλη της και κατέβασε το βλέμμα της στο
μωρό. «Μου δίνεις πολύ περισσότερα απ’ ό,τι θα μπο-
ρούσα ποτέ να φανταστώ. Το ξέρεις.»
«Μερικές φορές θα μου άρεσε να ξεπερνάω τον εαυτό
μου», είπα, οπότε εκείνη γέλασε. Με την παλάμη της έ-
κλεισε το στόμα της όταν το μωρό τραβήχτηκε ξαφνιασμέ-
νο από το στήθος της.
«Ησύχασε, ησύχασε», της ψιθύρισε η Σάρα. «Συνέχι-
σε...»