10
στον διάδρομο. «Τι σκεφτόσουν τη στιγμή που στεκόσουν
εκεί και με κοίταζες;»
«Ένιωθα ότι είμαι ερωτευμένος με τη ζωή μου, είναι
τόσο απλό.»
«Εγώ αποκοιμήθηκα ενώ αναρωτιόμουν αν και το δεύ-
τερο παιδί μας θα είναι το ίδιο εύκολο στον ύπνο όπως το
πρώτο.»
Στράφηκε και με κοίταξε χαμογελώντας πονηρά. Έμεινα
να την κοιτάζω σαν χαζός, με μάτια γουρλωμένα από την
έκπληξη. Πώς μπορούσε να ξέρει ακριβώς ποια σκέψη είχε
περάσει απ’ το μυαλό μου πριν από λίγα λεπτά;
«Θεωρείς ότι η Άναμπελ είναι
εύκολη στον ύπνο
;» ρώ-
τησα.
«Τώρα τελευταία, είναι», διευκρίνισε. «Έπρεπε απλώς
να της δώσουμε χρόνο για να συνηθίσει.»
Κοίταζα τα μαλλιά της Σάρας έτσι όπως γλιστρούσαν
στους ώμους της, καθώς εκείνη στράφηκε ξανά κουνώντας
το κεφάλι. Ήταν τώρα πιο μακριά και πυκνά, κι έτσι όπως
χάιδευαν το δέρμα της, μου ήρθε η επιθυμία να τα τυλίξω
στη χούφτα μου, να τη βάλω να σταθεί στα τέσσερα στην
άκρη του κρεβατιού και να την πηδήξω.
Χριστέ μου, είχα ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά
που πηδηχτήκαμε έτσι άγρια.
Ξεροκατάπια, έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα
να τιθασεύσω τον πόθο μου. Εκείνη κάθισε στην άκρη του
κρεβατιού και άνοιξε αργά τα πόδια της.
«Έχεις τρελαθεί», είπα χαμογελώντας.
«Μπορεί.» Ανασηκώνοντας με πολύ νάζι τους ώμους
της, μου έδωσε να καταλάβω πως δεν μιλούσε απολύτως