11
σοβαρά και ότι κάτω απ’ την επιφάνεια κρυβόταν μια σκα-
νταλιάρικη διάθεση.
Έκανα ένα βήμα και βρέθηκα ανάμεσα στα πόδια της.
Τη βοήθησα να βγάλει το μπλουζάκι της και την ξάπλωσα
πίσω για να μπορέσω να της βγάλω το βαμβακερό σορ-
τσάκι της.
Με το μαλακό, Μαξ.
Το μυαλό μου δούλευε σαν τρελό, ήθελα να της ση-
κώσω τα πόδια ψηλά στο στήθος και να γεμίσω με μι-
κρές δαγκωματιές όλο της το κορμί, να ρουφήξω και να
δώσω μικρές ξυλιές στη γλύκα που έκρυβε ανάμεσα στα
πόδια της μέχρι να την ακούσω να φωνάζει τόσο δυνατά
που να τρέμουν οι τοίχοι του δωματίου μας. Αντί γι’ αυτό
όμως, φίλησα τον αφαλό της, τη μέση της, τα πλευρά της
κι έφτασα ψηλότερα στα στητά, φουσκωμένα στήθη της.
Ήταν ήδη γεμάτα και, όσο το μωρό κοιμόταν, τόσο πε-
ρισσότερο φούσκωναν. Έσκυψα και ρούφηξα τις ροζ θη-
λές της.
«Πραγματικά σ’ αρέσει τόσο πολύ να τα κοιτάς;» Η
φωνή της ακούστηκε ψιθυριστή. «Σ’ αρέσει η γεύση
τους;»
Λάτρευα
το μεταμορφωμένο σώμα της, αλλά δεν έβρι-
σκα λόγια για να περιγράψω αυτό το αίσθημα. Λάτρευα
τον κώλο της, τα στήθη της. Με τρέλαινε να τη βλέπω να
ταΐζει το μωρό μας και να έρχεται μετά να κουλουριάζεται
πλάι μου. Με τον ερχομό της κόρης μας όλος ο κόσμος
έμοιαζε να έχει μπει στη θέση του. Κι όμως ένιωθα μια μι-
κρή ντροπή που ήθελα το σώμα της να παραμείνει έτσι
έπειτα από έναν ομολογουμένως δύσκολο τοκετό.