15
27
28
29
τον αγαπούσα τρελά. Αγαπούσα το κάθε εκατοστό του
κορμιού του, κάθε συναίσθημα που καθρεφτιζόταν
φευγαλέα στο βλέμμα του, κάθε σκέψη που ήξερα πως
έκανε, παρόλο που δεν την εξέφραζε με λόγια:
Πρώτον, εγώ ήμουν εκείνη που είχε επιμείνει να κά-
νουμε μόνοι μας όσο το δυνατόν περισσότερες απ’ τις
ετοιμασίες.
Δεύτερον, εγώ ήμουν αυτή που τον είχα καθησυχά-
σει ότι δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα αν αφήναμε και
τον τελευταίο μακρινό συγγενή που είχαμε στον πλανή-
τη να στριμωχτεί στον γάμο μας.
Και, τρίτον, δεν θ’ άφηνα για τίποτα στον κόσμο να
πάει χαμένη η ευκαιρία να φορέσω το νυφικό μου στην
παραλία του Κορονέιντο.
Αντί όμως να επισημάνει το προφανές –ότι σ’ αυτή
την περίπτωση εκείνος έπαιζε σωστά το παιχνίδι, όχι
εγώ, και ότι, παρά την γκρίνια μου, δεν θα έμενα ποτέ
ικανοποιημένη με μια συνοπτική γαμήλια τελετή στο
Λας Βέγκας– ο Μπένετ σηκώθηκε και άρχισε να περ-
πατάει προς την κρεβατοκάμαρα. «Εντάξει λοιπόν.
Όμως αυτή είναι η τελευταία νύχτα που σε πηδάω
πριν παντρευτούμε.»
Οι λέξεις «σε πηδάω» μού προκάλεσαν τέτοια τα-
ραχή ώστε μόνο όταν είχε ήδη εξαφανιστεί στον διά-
δρομο που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά μας συνει-
δητοποίησα τι ακριβώς μου είχε πει.