14
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
Την αγαπούσα. Μάρτυς μου ο Θεός, την αγαπούσα σαν
τρελός.
Αμέσως μετά, εκείνη είπε το προφανές, ότι έπρεπε να μι-
λήσουμε. Ήξερα όμως ήδη τι επρόκειτο να μου πει, κι έτσι λοι-
πόν πέρασα όλη τη νύχτα ξάγρυπνος, κρατώντας τη στην α-
γκαλιά μου. Ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που θα μπορού-
σα να το κάνω.
Το επόμενο πρωί, μάζεψα όση δύναμη είχα μέσα μου για
να εγκαταλείψω την ανείπωτη γαλήνη που ένιωθα σε εκείνο
το κρεβάτι. Έπρεπε να το κάνω. Έδωσα ένα απαλό φιλί στη
γυμνή επιδερμίδα του ώμου της και της ψιθύρισα στο αυτί
ένα τελευταίο «Σ’ αγαπώ.» Εκείνη σάλεψε και χαμογέλασε
λίγο στον ύπνο της, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τα
πράγματα για μένα. Δεν ξέρω πώς, όμως τα κατάφερα να ση-
κωθώ.
Έκανα ένα γρήγορο ντους. Ντύθηκα ακόμα πιο γρήγορα.
Κι όταν βγήκα, εκείνη ήταν εκεί, μπροστά μου. Το κορίτσι των
δύο εκατομμυρίων, πιο όμορφο από ό,τι μου είχε φανεί ποτέ
ως τότε. Ήθελε να μιλήσουμε, όμως και πάλι εγώ ήξερα τι θα
μου έλεγε και δεν άντεχα ν’ ακούσω αυτά τα λόγια να βγαίνουν
απ’ το στόμα της. Κι έτσι έκανα το σωστό.
Έσκισα το συμβόλαιο και της είπα να πάει στην οικογένειά
της. Κι ύστερα, με πόδια που έτρεμαν σχεδόν, κατάφερα να
φύγω μακριά της. Δεν με ακολούθησε ούτε προσπάθησε να με
σταματήσει. Τα πράγματα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Η
φαντασίωση που είχα προσπαθήσει ν’ αγοράσω είχε πάρει τέ-
λος κι ήταν καιρός να επιστρέψω στον πραγματικό κόσμο.
Καθώς η λιμουζίνα απομακρυνόταν, δεν άφησα τον εαυτό
μου να γυρίσει και να κοιτάξει προς το κατώφλι της πόρτας.
Δεν ήθελα να δω ότι εκείνη δεν στεκόταν εκεί. Αρκετά οδυνηρή
ήταν η σκέψη ότι δεν θα βρισκόταν στο σπίτι όταν θα επέ-
στρεφα. Ίσως κάποια μέρα να με σκεφτόταν και να μη με μι-
σούσε με όλη της την ψυχή. Ίσως ακόμα και να χαμογελούσε