20
27
28
29
μου να γίνεται μια παράξενη πάλη: αυτό που είχε κάνει για
μένα η Χλόη με καύλωνε, αλλά το γεγονός ότι μου την είχε
στήσει με εξόργιζε. «Αλίμονό σας, δεσποινίς Μιλς!»
Πίεσε το δάχτυλό της στα χείλη μου κι ύστερα το παγί-
δευσε ανάμεσα στα στόματά μας με ένα πεταχτό φιλί. «Ε-
γώ απλώς χαίρομαι που είχα δίκιο. Ο Μαξ μού χρωστάει
πενήντα δολάρια. Του είχα πει ότι δεν θα σου άρεσε καθό-
λου η ιδέα να χορέψει επάνω σου μια ξένη. Η απιστία για
σένα είναι κόκκινη γραμμή.»
Ξεροκατάπια κι έγνεψα καταφατικά.
«Χρησιμοποίησα όσα κόλπα ήξερα, αλλά
τζίφος
. Ούτε
καν που σάλεψε το εργαλείο σου εκεί κάτω. Ελπίζω να μη
σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι ίσως ήμουν εγώ, γιατί
με μια τέτοια σκέψη –για να πω την αλήθεια– μπορεί και
να θιγόμουν λιγάκι.»
Κούνησα το κεφάλι και ψιθύρισα: «Όχι. Το άρωμα με
αποπροσανατόλισε εντελώς. Σιχαίνεσαι τις τσίχλες με κα-
νέλα. Κι ούτε μπορούσα να σε δω ή να σ’ αγγίξω.»
«Τώρα μπορείς», είπε εκείνη. Σήκωσε τα χέρια μου
και τα έφερε πάνω στα γυμνά της μπούτια. Τα ανέβασα
ψηλά και ψηλάφισα στο κιλοτάκι της μερικές μικρές αιχμη-
ρές πετρούλες. Μα τ
ι διάολο φορούσε;
Ήθελα σαν τρελός
να βγάλω το μαντίλι απ’ τα μάτια μου, επειδή όμως δεν
μου το είχε βγάλει εκείνη, υπέθεσα ότι κι αυτό ήταν κάτι
ακόμα για το οποίο έπρεπε να περιμένω.
Χάιδεψα τα μπούτια κι ύστερα τις γάμπες της και ξαφ-
νικά δεν υπήρχε τίποτα που να θέλω περισσότερο απ’ το
να την πηδήξω μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο, σ’ ένα ψιλοπα-
ράνομο κλαμπ του Λας Βέγκας. Με πλημμύρισε μια βαθιά