16
29
30
31
«Απόλαυσε τα τρία σου δάχτυλα, ξένε.»
Εκείνος γέλασε. «Κι εσύ τις πίπες σου.»
Βρήκα τη Χλόη και την Τζούλια να έχουν καταρρεύσει ιδρωμέ-
νες στο τραπέζι κι έβαλα τα σφηνάκια μπροστά τους. Η Τζού-
λια έδωσε το ένα στη Χλόη και σήκωσε το δικό της ψηλά.
«Εύχομαι όλες οι πίπες σας να κατεβαίνουν κάτω το ίδιο
εύκολα.» Έσκυψε, τύλιξε με το στόμα της το χείλος του ποτη-
ριού, σήκωσε και τα δύο χέρια ψηλά στον αέρα κι έγειρε πίσω
το κεφάλι, κατεβάζοντας ολόκληρο το σφηνάκι χωρίς καμία
δυσκολία.
«Χριστέ μου...» ψέλλισα κοιτάζοντάς την με δέος, ενώ εκεί-
νη τη στιγμή η Χλόη έσκαγε στα γέλια δίπλα μου. «Έτσι πρέπει
να το κάνω κι εγώ;» ψιθύρισα κοιτάζοντας γύρω μου. «Σαν να
παίρνω
πραγματικά
πίπα;»
«Είναι θαύμα ότι ακόμα μου έρχεται καμιά φορά, αντανα-
κλαστικά, να κάνω εμετό.» Η Τζούλια με μάλλον άκομψο τρόπο
σκούπισε με το μπράτσο της το στόμα και το σαγόνι της εξη-
γώντας: «Στο κολέγιο συμμετείχα σε πολλούς διαγωνισμούς
κατανάλωσης μπίρας με εκείνα τα μαραφέτια που τα χώνεις
στο λαρύγγι σου. Άντε λοιπόν.» Σκούντησε τη Χλόη. «Άσπρο
πάτο.»
Η Χλόη έσκυψε στο τραπέζι και πήρε το σφηνάκι χωρίς να
χρησιμοποιήσει τα χέρια, όπως είχε κάνει η Τζούλια. Ήρθε η
σειρά μου. Οι δύο φίλες μου στράφηκαν προς το μέρος μου.
«Γνώρισα έναν σέξι γκόμενο», είπα χωρίς να το πολυσκε-
φτώ. «
Πολύ
σέξι. Άσε που είναι δύο μέτρα.»
Η Τζούλια έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Και τι κάθεσαι τό-
τε και παίρνεις
ψεύτικες
πίπες μαζί μας;»