15
29
30
31
«Και ήδη νιώθω μια ακατανίκητη επιθυμία να σε κατα-
βροχθίσω.» Άρθρωνε αργά τις λέξεις του που ακούγονταν σχε-
δόν σαν ψίθυρος αλλά κουδούνιζαν στο κεφάλι μου σαν συ-
ναυλία από κύμβαλα. Ήταν φανερό ότι ήταν εξοικειωμένος με
μια τέτοιου είδους επικοινωνία –προτάσεις για σεξ χωρίς δε-
σμεύσεις– και, παρ’ όλο που
εγώ
δεν ήμουν, όταν τα μάτια μου
καρφώθηκαν στα δικά του, κατάλαβα ότι θα τον ακολουθούσα
οπουδήποτε.
Τα σφηνάκια που είχα πιει με χτύπησαν όλα μαζί στο κε-
φάλι και παραπάτησα λίγο μπροστά του. Με στήριξε πιάνο-
ντας τον ώμο μου και χαμογελώντας μου από ψηλά.
«Ήρεμα, Γλύκα.»
Ανοιγόκλεισα τα μάτια για να συνέλθω κι ένιωσα το μυαλό
μου να ξεθολώνει κάπως. «Ωραία λοιπόν, όταν με κοιτάζεις έ-
τσι, το μόνο που θέλω είναι να σε βάλω κάτω, κι ένας Θεός ξέ-
ρει από πότε έχει να μου πετάξει τα μάτια έξω ένας άντρας.»
Τον κοίταξα καλά καλά από την κορυφή ως τα νύχια. Κάθε ε-
πίφαση μιας καθωσπρέπει συμπεριφοράς προφανώς είχε κά-
νει φτερά. «Και κάτι μου λέει ότι θα τα κατάφερνες και με το
παραπάνω –θέλω να πω,
διάολε
, δεν χορταίνω να σε κοιτάζω.»
Και τον κοίταξα. Ξανά. Πήρα βαθιά ανάσα και τα μάτια
μου συνάντησαν το παιχνιδιάρικο χαμόγελό του. «Από την άλ-
λη, δεν έχω καμακωθεί ποτέ από κάποιον ξένο σε μπαρ, κι έχω
έρθει εδώ με τις φίλες μου για να γιορτάσουμε τον γάμο της
μίας απ’ αυτές. Και αυτό ακριβώς θα κάνουμε», είπα παίρνο-
ντας τα σφηνάκια μου.
Κούνησε μία φορά το κεφάλι αργά, και το χαμόγελό του
έγινε λίγο πιο φωτεινό, λες και είχε μόλις δεχτεί μια πρόσκλη-
ση σε μονομαχία. «Εντάξει.»
«Τα λέμε λοιπόν.»
«Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.»