21
«Μπένετ», ψιθύρισε. «Σε παρακαλώ.»
Έφερα το χέρι μου στο παντελόνι και τη στιγμή που πήγαινα να
μιλήσω –
Μας διέκοψε ένα ξερό χτύπημα στην πόρτα.
Μια γνώριμη φωνή ακούστηκε από το κατώφλι. «Φτάσαμε, δε-
σποινίς Σοβαρή Απόφοιτη Οικονομικών Επιστημών, και είμαστε έ-
τοιμες να πάμε να τα πιούμε.»
«Φάρσα είναι! Πες μου ότι είναι φάρσα», είπα κοιτώντας τη θυ-
μωμένα.
Έγνεψε αρνητικά, δαγκώνοντας τα χείλη της για να μη χαμογε-
λάσει.
«Δεν έχω καμιά διάθεση να σε μοιραστώ αυτή τη στιγμή. Σίγου-
ρα με δουλεύεις.»
«Είχα ξεχάσει πόσο μ’ αρέσει να σε βλέπω έξαλλο.»
Πήγε στην πόρτα με τα εσώρουχά της και την άνοιξε μια χαρα-
μάδα προτού κάνει μεταβολή και τρέξει να χωθεί στην κρεβατοκά-
μαρά της, αφήνοντας εμένα να υποδεχτώ τις παρείσακτες.
Μα τι στο διάολο.
«Γυρίζω αμέσως!» φώναξε η Χλόη πάνω από τον ώμο της, ενώ
ο γυμνός της κώλος εξαφανιζόταν σε μια κρεβατοκάμαρα στην άκρη
του διαδρόμου.
Η Τζούλια σφύριξε δυνατά καθώς έμπαινε μέσα κι ύστερα στα-
μάτησε και ξέσπασε σε γέλια όταν με είδε.
«Ώπα! Δεν περίμενα ότι θα άνοιγες την πόρτα μισόγυμνη,
Χλόη.»
Η Σάρα μπήκε μέσα σκεπάζοντας τα μάτια της με τα χέρια και
προχωρώντας στα τυφλά. Άρπαξε το μισοξεκούμπωτο πουκάμισό
μου και τσίριξε όταν άνοιξε τα μάτια και είδε ότι κρατούσε εμένα.
«Κύριε Ράιαν!»