16
«Σας ζητώ συγγνώμη, κύριε Ράιαν», είπα κοντανασαίνο-
ντας και με τρεμάμενη φωνή. «Η εκτύπωση καθυστέρησε…»
Σταμάτησα. Οι δικαιολογίες δεν θα βοηθούσαν την κατάστασή
μου. Εξάλλου δεν ήμουν διατεθειμένη να του επιτρέψω να με
κατηγορήσει για κάτι που δεν ήταν δική μου ευθύνη. Να πάει
να γαμηθεί… Μαζεύοντας όλο το θάρρος που μόλις είχα απο-
κτήσει, σήκωσα ψηλά το πιγούνι μου και πήγα δίπλα στο κά-
θισμά του.
Χωρίς να τον κοιτάξω στα μάτια, τακτοποίησα τα χαρτιά
μου και ακούμπησα ένα αντίγραφο της παρουσίασης μπροστά
μας, πάνω στο τραπέζι. «Μπορώ να αρχίσω;»
Δεν μου απάντησε, το βλέμμα του διαπερνούσε τη βιτρίνα
του θάρρους μου. Όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα αν δεν ήταν
τόσο κούκλος. Αντί να μιλήσει, έδειξε το υλικό που είχα τοπο-
θετήσει μπροστά του, παροτρύνοντάς με να συνεχίσω.
Καθάρισα τον λαιμό μου και ξεκίνησα την παρουσίασή
μου. Καθώς ανέλυα τις διαφορετικές πτυχές της πρότασής μας,
εκείνος παρέμενε σιωπηλός, κοιτάζοντας μόνο το αντίγραφο
που είχε μπροστά του. Γιατί ήταν τόσο ήρεμος; Οι εκρήξεις του
ήταν κάτι που μπορούσα να αντιμετωπίσω. Την αλλόκοτη
σιωπή του όμως; Ήταν κάτι που μου προκαλούσε ταραχή.
Ήμουν σκυμμένη πάνω απ’ το τραπέζι, δείχνοντας μια σει-
ρά γραφικές παραστάσεις, όταν συνέβη...
«Το χρονοδιάγραμμά τους έως το πρώτο ορόσημο είναι λί-
γο αμφι...» Σταμάτησα στα μισά της φράσης. Η ανάσα μου είχε
σκαλώσει στον λαιμό μου. Το χέρι του άγγιξε απαλά το κάτω
μέρος της πλάτης μου κι έπειτα γλίστρησε προς τα κάτω και
σταμάτησε στην καμπύλη του κώλου μου. Τους εννιά μήνες
που δούλευα για εκείνον, ποτέ δεν με είχε αγγίξει σκόπιμα.
Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι αυτό ήταν σκόπιμο.