24
29
30
31
στικά προσεγμένα. «Εγώ μόλις μετακόμισα εδώ.» Ήταν μια
μάλλον ικανοποιητική δικαιολογία για το πόσο έτρεμε το χέρι
μου πάνω του.
«Και μια τέτοια στιγμή δεν σε κάνει να αισθάνεσαι και πο-
λύ ασφαλής, έτσι;»
Έγνεψα καταφατικά. «Καθόλου.» Τότε όμως σηκώθηκα
στις μύτες, τύλιξα το ένα χέρι μου γύρω απ’ τον σβέρκο του και
τον τράβηξα προς το μέρος μου. Ανταποκρίθηκε πρόθυμα,
σκύβοντας και χαμογελώντας λίγο πριν ενωθούν τα χείλη μας.
Το φιλί ήταν υπέροχα τρυφερό μα και υπέροχα παθιασμένο
ταυτόχρονα, με το ουίσκι να ζεσταίνει τα χείλη μας. Εκείνος
άφησε ένα μικρό βογκητό όταν άνοιξα το στόμα μου και του
επέτρεψα να προχωρήσει και ο ήχος αυτός με έκανε να ανα-
τριχιάσω. Ήθελα να νιώσω και τον παραμικρό ήχο που προερ-
χόταν από κείνον.
«Έχεις τη γεύση της ζάχαρης. Πώς σε λένε;» ρώτησε.
Τότε ένιωσα το πρώτο πραγματικό κύμα πανικού. «Δεν
χρειάζονται ονόματα.»
Τραβήχτηκε προς τα πίσω για να με κοιτάξει, με τα φρύδια
ορθωμένα. «Και πώς θα σε λέω;»
«Όπως με έλεγες ως τώρα.»
«Γλύκα;»
Έγνεψα καταφατικά.
«Κι εσύ πώς θα με φωνάζεις λίγο πριν χύσεις;» Μου έδωσε
άλλο ένα μικρό φιλί.
Η σκέψη αυτή έκανε την καρδιά μου να χοροπηδήσει στο
στήθος μου. «Δεν νομίζω να έχει σημασία πώς θα σε φωνάζω,
έτσι δεν είναι;»
Εκείνος σήκωσε τους ώμους. Υποχώρησε. «Όχι. Φαντάζο-
μαι πως όχι.»