25
κολουθούσαν καθώς πηγαίναμε προς το μπαρ. Η Τζούλια βολεύτη-
κε σ’ ένα σκαμπό με τριμμένο δέρμα, λέγοντας φωναχτά στον μπάρ-
μπαν κάτι σχετικά με το συνηθισμένο για τις κυρίες και κάτι ροζ για
τον μορφονιό...
Τώρα που το ξανασκεφτόμουν, θα ήταν μια ατέλειωτη νύχτα.
Η Σάρα –που ολοφάνερα ήταν ακόμα κάπως τρακαρισμένη λό-
γω της παρουσίας μου– κάθισε από την άλλη πλευρά της Χλόης και
την έβαλε να της επαναλάβει όλες τις λεπτομέρειες της παρουσίασής
της. Η Χλόη τής μίλησε για τον Κλάρενς Τσενγκ, για το πώς είχα
μπει εγώ μέσα και είχα φερθεί σαν μαλάκας, πώς είχε παρουσιάσει
και τις δύο εργασίες και πώς της είχαν προσφέρει και δουλειά.
«Δύο δουλειές», διευκρίνισα, κοιτάζοντάς
την επίμονα ώστε να
καταλάβει ότι καλά θα έκανε να πάρει τη δουλειά στη Ράιαν Μίντια.
Με κοίταξε απηυδισμένη, αλλά όλοι είδαμε το περήφανο χαμό-
γελό της. Με τις μπίρες της και το ροζ κοσμοπόλιταν που έπινα εγώ
υψωμένα στον αέρα, συγχαρήκαμε τη Χλόη για την καλή δουλειά
που είχε κάνει.
Καθισμένη δίπλα μου τελείωσε την μπίρα της κι ύστερα σηκώ-
θηκε. «Ποιος θέλει να παίξει βελάκια;»
Η Σάρα σήκωσε το χέρι της χοροπηδώντας. Έπειτα από μία
μόλις μπίρα φαινόταν λίγο ζαλισμένη και αρκετά χαλαρωμένη ώστε
να μη φέρεται σαν να ήμασταν ακόμα στο γραφείο. Το βλέμμα μου
γλίστρησε στο κορμί της Χλόης. Μου άρεσε η ιδέα να τη βλέπω να
τεντώνεται και να κινείται για να παίξει βελάκια μ’ εκείνο το εφαρμο-
στό τζιν.
«Έρχεσαι;» ρώτησε, γέρνοντας προς το μέρος μου και πιέζο-
ντας το στήθος της πάνω στο μπράτσο μου.
«Σε λίγο.» Άφησα τα μάτια μου να χαζέψουν το στόμα της προ-
τού στραφούν στο στήθος της. Κάτω από το λεπτό ύφασμα του τοπ
της, οι ρώγες της είχαν γίνει σκληρές σαν χαλίκια.