25
Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν χωρίς κανένας απ’ τους δυο
μας να απομακρύνει το βλέμμα του.
«Μα τι διάολο κάνεις;» είπε με βραχνή φωνή. «Γονάτισε
και πάρ’ τον στο στόμα σου.»
«Ούτε με σφαίρες…»
Έκλεισα το πουκάμισό μου που είχε μείνει χωρίς κουμπιά
και άρχισα να απομακρύνομαι ελπίζοντας ότι τα τρεμάμενα
πόδια μου δεν θα με πρόδιδαν.
Μπήκα στο γραφείο μου, άρπαξα την τσάντα μου και φό-
ρεσα βιαστικά το σακάκι μου προσπαθώντας απελπισμένα να
το κουμπώσω με τα τρεμάμενα δάχτυλά μου. Ο κύριος Ράιαν
δεν είχε βγει ακόμα από την αίθουσα συνεδριάσεων κι εγώ έ-
τρεξα προς το ασανσέρ. Προσευχόμουν να προλάβω να μπω
για να μην αναγκαστώ να τον αντιμετωπίσω ξανά.
Δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ούτε καν να σκεφτεί τι είχε
συμβεί μέχρι να φύγω από εκεί μέσα. Τον είχα αφήσει να με
γαμήσει, να μου προσφέρει τον φοβερότερο οργασμό της ζωής
μου κι ύστερα τον είχα παρατήσει με το παντελόνι πεσμένο
γύρω απ’ τους αστραγάλους του, μέσα στην αίθουσα συνεδρι-
άσεων της εταιρείας, με τα αρχίδια του πρησμένα τόσο που
κανένας άντρας δεν μπορεί ν’ αντέξει. Αν αυτή ήταν η ζωή κά-
ποιου άλλου, θα τη θεωρούσα γαμάτη. Δυστυχώς δεν ήταν.
Σκατά
.
Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και μπαίνοντας μέσα πίεσα
αμέσως το κουμπί. Μετρούσα αντίστροφα τους ορόφους. Μό-
λις το ασανσέρ έφτασε στο ισόγειο, διέσχισα την είσοδο τρέ-
χοντας. Άκουσα φευγαλέα τον φύλακα να σχολιάζει μέχρι πό-
σο αργά δούλευα, όμως εγώ τον χαιρέτησα απλώς και τον
προσπέρασα βιαστικά.