20
Έβγαλε έναν πνιχτό θυμωμένο ήχο βαθιά μέσα απ’ τον
λαιμό του, άρπαξε το πουκάμισό μου και το έσκισε. Τα ασημέ-
νια κουμπιά σκορπίστηκαν πάνω στο μακρύ τραπέζι των συ-
νεδριάσεων.
Τα δάχτυλά του γλίστρησαν πάνω απ’ τα πλευρά μου κι
έφτασαν στο στήθος μου. Οι αντίχειρές του έπαιζαν με τις
σκληρές ρώγες μου, ενώ το σκοτεινό του βλέμμα ήταν καρφω-
μένο συνεχώς στο πρόσωπό μου. Οι παλάμες του ήταν μεγάλες
και τόσο σκληρές που σχεδόν με πονούσαν, αντί όμως να μορ-
φάσω ή να τραβηχτώ μακριά του πίεσα το στήθος μου επάνω
τους. Ήθελα κι άλλο και πιο δυνατά.
Μουρμούρισε. Τα δάχτυλά του με έσφιξαν κι άλλο. Μου
πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα μου άφηναν μελανιά και για μια
στιγμή ένιωσα την αρρωστημένη επιθυμία να μου συμβεί. Ή-
θελα να έχω κάτι που να μου υπενθυμίζει αυτή την αίσθηση, το
να γνωρίζω απόλυτα τι θέλει το κορμί μου, να είμαι απόλυτα
απελευθερωμένη.
Έσκυψε μπροστά για να μου δαγκώσει τον ώμο και μου
ψιθύρισε: «Είσαι πολύ καυλιάρα…»
Μην μπορώντας να τον πλησιάσω περισσότερο, του κατέ-
βασα βιαστικά το φερμουάρ και άφησα το παντελόνι και το
μποξεράκι του να πέσουν στο πάτωμα. Έσφιξα δυνατά τον
πούτσο του, νιώθοντάς τον να πάλλεται μέσα στην παλάμη
μου.
Ο τρόπος που πρόφερε συριχτά το
επώνυμό
μου –«Μιλς»–
κανονικά θα έπρεπε να με είχε εξοργίσει, όμως εκείνη τη στιγ-
μή ένιωθα μόνο ένα πράγμα: καθαρό, απόλυτο πόθο. Σήκωσε
απότομα τη φούστα μου μέχρι ψηλά στα μπούτια μου και με
έσπρωξε ξανά πάνω στο τραπέζι των συνεδριάσεων. Πριν
προλάβω να αρθρώσω έστω και μία λέξη, με άρπαξε από τους