14
πεντάχρονος; Άρπαξα το σακάκι μου από την πλάτη της καρέ-
κλας μου και ξεκίνησα για το θυγατρικό μας γραφείο λίγα κτί-
ρια παρακάτω.
Όταν επέστρεψα, χτύπησα την πόρτα του αλλά δεν πήρα
απάντηση. Δοκίμασα το πόμολο. Κλειδωμένο. Μάλλον θα είχε
πάει να συναντήσει κάποια πριγκίπισσα των επενδυτικών κε-
φαλαίων για ένα απογευματινό πήδημα στα γρήγορα, την ώρα
που εγώ έτρεχα σαν την παλαβή στους δρόμους του Σικάγου.
Έσπρωξα τον φάκελο μέσα στη σχισμή για την αλληλογραφία,
ελπίζοντας ότι τα χαρτιά θα σκόρπιζαν παντού κι εκείνος θα
αναγκαζόταν να σκύψει να τα μαζέψει. Καλά να πάθαινε. Μου
άρεσε να τον φαντάζομαι γονατιστό στο πάτωμα, να μαζεύει
τα σκόρπια έγγραφα. Από την άλλη, τέτοιος που ήταν, ήξερα
ότι θα φώναζε εμένα μέσα σ’ εκείνο τον αποστειρωμένο λάκκο
με τα λιοντάρια για να τα μαζέψω εγώ, ενώ εκείνος θα παρα-
κολουθούσε.
Τέσσερις ώρες αργότερα είχα τελειώσει την ενημέρωση
της κατάστασης των λογαριασμών, είχα σχεδόν ετοιμάσει τις
διαφάνειές μου και κόντευε να με πιάσει υστερικό γέλιο με το
πόσο φριχτά εξελισσόταν η μέρα μου. Έπιασα τον εαυτό μου
να καταστρώνει έναν αιμοσταγή και βασανιστικό φόνο για το
παιδί που δούλευε στο φωτοτυπικό κέντρο. Μια απλή δουλειά
–δεν είχα ζητήσει τίποτα περισσότερο. Να φωτοτυπήσει μερι-
κά έγγραφα, να δέσει κάποια άλλα. Εύκολα πράγματα. Απλά.
Κι όμως. Του είχε πάρει
δύο ώρες
.
Έτρεχα στον σκοτεινό διάδρομο του άδειου πλέον κτιρίου,
κρατώντας αδέξια στην αγκαλιά μου το υλικό της παρουσία-
σης. Κοίταξα το ρολόι μου. Έξι και είκοσι. Ο κύριος Ράιαν θα με
έσκιζε. Είχα αργήσει είκοσι λεπτά. Όπως είχα αντιληφθεί σή-
μερα το πρωί, σιχαινόταν την αργοπορία. Η λέξη «αργά» δεν