22
29
30
31
«Με φανταζόσουν να καυλώνω;»
Ανοιγόκλεισα τα μάτια. Η ευθύτητά του μου προκαλούσε
αμηχανία. Υπήρχαν άραγε πάντα τέτοιοι άντρες που έλεγαν
ακριβώς αυτό που σκέφτονταν –και σκεφτόμουν κι εγώ– χω-
ρίς ν’ ακούγονται αγενείς, επικίνδυνοι ή πιεστικοί; Αυτός εδώ
πώς τα κατάφερνε;
«Ουάου...» είπα με κομμένη την ανάσα. «
Αλήθεια…;
»
Μου έπιασε το χέρι, το κατέβασε και το πίεσε στην από-
δειξη του ερεθισμού του που σάλεψε μέσα στην παλάμη μου.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, τύλιξα γύρω του τα δάχτυλά μου.
«Αυτό έγινε επειδή
με είδες
να χορεύω;»
«Δίνεις πάντα τόσο καλές παραστάσεις;»
Αν δεν είχα νιώσει κεραυνοβολημένη, θα είχα βάλει τα γέ-
λια. «Ποτέ.»
Με περιεργάστηκε με βλέμμα πάντα γελαστό. Από τα χείλη
του όμως καταλάβαινα ότι κάτι σκεφτόταν. «Πάμε σπίτι μου.»
Αυτή τη φορά γέλασα. «Όχι.»
«Έλα στο αυτοκίνητό μου.»
«
Όχι
. Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω απ’ αυτό το κλαμπ
μαζί σου.»
Έσκυψε κι έσκασε ένα μικρό, προσεκτικό φιλί στον ώμο
μου πριν μου πει: «Μα θέλω πολύ να σ’ αγγίξω.»
Δεν μπορούσα να προσποιηθώ ότι δεν το ήθελα κι εγώ.
Ήταν σκοτεινά, τα φώτα αναβόσβηναν στον δικό τους ρυθμό
και η μουσική έπαιζε τόσο δυνατά που φαινόταν να έχει κυρι-
αρχήσει στον σφυγμό μου. Τι θα πάθαινα από μια τρελή βρα-
διά; Άλλωστε, ποιος ξέρει πόσες τέτοιες βραδιές είχε περάσει ο
Άντι.
Τον οδήγησα απ’ τον στενό διάδρομο σε μια μικρή απόμε-
ρη εσοχή που έβλεπε στο κουβούκλιο της ντιτζέι. Είχαμε στρι-
μωχτεί σ’ ένα αδιέξοδο, απομονωμένοι σε μια γωνιά, αλλά δεν