8
Τους δύο τελευταίους μήνες ταξίδευα σχεδόν συνέχεια ψάχνοντας
να βρω γραφεία για το υποκατάστημα του Ομίλου Ράιαν Μίντια που
θα ανοίγαμε στη Νέα Υόρκη. Η Χλόη έμενε πίσω, και παρότι το
πρόσφατο –και σπάνιο– Σαββατοκύριακο που είχαμε περάσει μαζί
εδώ στο Σικάγο ήταν γεμάτο φίλους, λιακάδα και ελεύθερο χρόνο, οι
ώρες που ήμουν μόνος μαζί της δεν μου αρκούσαν με τίποτα. Εί-
χαμε περάσει ολόκληρο το Σαββατοκύριακο σε κοινωνικές εκδηλώ-
σεις, από το πρωί έως μετά τα μεσάνυχτα, και ίσα που προλαβαί-
ναμε να βγάλουμε τα ρούχα μας προτού αφεθούμε σ` ένα ήρεμο,
νυσταγμένο σεξ.
Η αλήθεια είναι ότι, παρόλο που κάθε βράδυ κάναμε σεξ –και
που με τον καιρό γινόταν όλο και πιο προσωπικό αλλά και πιο ά-
γριο, με αποτέλεσμα να κοιμόμαστε ελάχιστα– δεν μου ήταν αρκετό.
Περίμενα συνέχεια να νιώσω ότι είχαμε ηρεμήσει ή ότι είχαμε
περάσει σε μια ικανοποιητική ρουτίνα. Αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Μου έλειπε κάθε μέρα. Και οι Δευτέρες ήταν οι χειρότερες. Τις
Δευτέρες είχαμε συσκέψεις απ’ το πρωί ως το βράδυ, κι έβλεπα
ολόκληρο το πρόγραμμα της μέρας να απλώνεται μπροστά μου:
ζοφερό και χωρίς Χλόη.
Ακούγοντας τον γνωστό ήχο των τακουνιών που χτυπούσαν
ρυθμικά τα πλακάκια, σήκωσα τα μάτια από τον εκτυπωτή μπροστά
στον οποίο στεκόμουν περιμένοντας να τυπωθούν κάποια έγγρα-
φα. Σαν να είχε ακούσει τη σιωπηλή ικεσία μου, η Χλόη Μιλς ερχό-
ταν προς το μέρος μου· φορούσε μια λεπτή μάλλινη φούστα, ένα
εφαρμοστό σκούρο μπλε πουλόβερ και ψηλοτάκουνα παπούτσια
που, ειλικρινά, δεν φαίνονταν πολύ ασφαλή εκτός κρεβατοκάμαρας.
Όταν την είχα αφήσει νωρίς το πρωί για να ετοιμαστώ για μια σύ-
σκεψη στις οχτώ, το μόνο που φορούσε ήταν ένα αχνό πέπλο από
το φως της αυγής που έφερνε ο ήλιος μέσα από το παράθυρο.