14
«Μπένετ –»
Τη διέκοψα με άλλο ένα φιλί, έχοντας, κατά παράδοξο τρόπο,
ηρεμήσει με αυτή τη μικρή διαφωνία. «Στο αυτοκίνητό μου. Τώρα!»
«Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις ν’ ακούσεις αυτό που έχω να
σου πω;»
«Απολύτως. Μπορείς να μιλάς όσο θέλεις όταν θα έχω χώσει τη
μούρη μου ανάμεσα στα πόδια σου.»
Η Χλόη έγνεψε καταφατικά και με ακολούθησε, όταν την πήρα
από το χέρι και την τράβηξα με τρόπο προς το πάρκινγκ, όμως στο
μεταξύ χαμογελούσε με μυστηριώδες ύφος.
__
Σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι της, με γαργαλούσε, ανεβοκατεβά-
ζοντας τα δάχτυλά της στον μηρό μου, γέρνοντας για να μου γλείψει
τον λαιμό, περνώντας το χέρι της πάνω απ’ τον πούτσο μου και μι-
λώντας μου για το μικροσκοπικό κόκκινο κιλοτάκι που είχε φορέσει
το πρωί, για να νιώσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
«Θα διαλυθεί η αυτοπεποίθησή σου αν σου το σκίσω;» ρώτησα
γέρνοντας προς το μέρος της για να τη φιλήσω καθώς σταματήσαμε
στο φανάρι. Ο οδηγός του αυτοκινήτου πίσω μου άρχισε να κορνά-
ρει ακριβώς τη στιγμή που το πράγμα άρχιζε να γίνεται ενδιαφέρον:
όταν τα χείλη της υποχωρούσαν στις μικρές δαγκωματιές μου και οι
ήχοι της γέμιζαν το στόμα μου και το μυαλό μου και –γαμώτο!– ολό-
κληρο το στήθος μου. Έπρεπε να τη γδύσω και να τη βάλω από
κάτω μου το συντομότερο.
Στο ασανσέρ καθώς ανεβαίναμε στο διαμέρισμά της, κάναμε
σαν τρελοί. Ήταν εδώ, που να πάρει, ήταν εδώ και μου είχε λείψει
τόσο πολύ· αν περνούσε το δικό μου, η νύχτα αυτή θα κρατούσε
τρεις μέρες. Τράβηξε τη φούστα της πάνω στους γοφούς της και την